***
***
ΠΗΓΗ
*******
Ο ΣΟΥΙΛΕΣ ΤΗΣ ΖΑΓΟΡΑΣ
Ενας τιμωρός ηθικών παρεκτροπών της πολίχνης
του Γιώργου Θωμά
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 5ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 58, στις 15 Νοεμβρίου 1990 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».
Αν όλοι οι άλλοι τύποι του Πηλίου που πέρασαν ή θα περάσουν από τούτες τις σελίδες είταν φιλήσυχοι και ειρηνικοί, τούτος εδώ ο Σουιλές -γεννημένος στα 1867- είχε σκληρή καρδιά και δεν δίσταζε να ματώσει τα χέρια του κυρίως σε περιπτώσεις διασάλεψης της ηθικής τάξης του τόπου. Είταν σκληρός στην καρδιά, μα ωραίος στη μορφή. Τόσον ώστε να φαντάζει ως ..Δίας. Σε τέτοια ακραία παρομοίωση προβαίνει ο γνωστός ζαγοριανός δημοσιογράφος -μακαρίτης σήμερα- Κώστας Στούρνας που τον γνώρισε, παρατηρώντας (Το Σκολειό της θάλασσας, Αθήνα 1968, σελ. 51):
«Αν έκοβες το κεφάλι του Δία του νεφεληγερέτη και το κολλούσες στο πελώριο κορμί του Σουιλέ, δε θάχες άλλη εικόνα μπροστά σου απ’ αυτήν που είχε ατόφιος με το δικό του περήφανο και ωραίο κεφάλι, όπως είταν πλασμένος, πυκνά ανασηκωμένα μαλλιά που τρεμόπαιζαν στον άνεμο, λαμπερά μάτια που κάρφωναν ό,τι κοιτούσαν, πυκνά φρύδια, ωραία μακρυά μύτη, πλούσια κατεβαστά μουστάκια, σεβάσμια γένια, κατατομή αυστηρά ελληνική, αυτός είταν. Θαρρείς κι έβλεπες αρχαίο άγαλμα του υψηβρεμέτη από εκμαγείο που πήρε ζωή, σηκώθηκε και περπατεί...»
«Αν έκοβες το κεφάλι του Δία του νεφεληγερέτη και το κολλούσες στο πελώριο κορμί του Σουιλέ, δε θάχες άλλη εικόνα μπροστά σου απ’ αυτήν που είχε ατόφιος με το δικό του περήφανο και ωραίο κεφάλι, όπως είταν πλασμένος, πυκνά ανασηκωμένα μαλλιά που τρεμόπαιζαν στον άνεμο, λαμπερά μάτια που κάρφωναν ό,τι κοιτούσαν, πυκνά φρύδια, ωραία μακρυά μύτη, πλούσια κατεβαστά μουστάκια, σεβάσμια γένια, κατατομή αυστηρά ελληνική, αυτός είταν. Θαρρείς κι έβλεπες αρχαίο άγαλμα του υψηβρεμέτη από εκμαγείο που πήρε ζωή, σηκώθηκε και περπατεί...»
Πανέμορφος και σκληρόκαρδος. Με ένα μπόι ως εκεί απάνω, που του ’δωκε και το παρατσούκλι «Σουιλές». Μ’ αυτό τ’ όνομα κυκλοφορούσε στη Ζαγορά ο ζαγοριανός. Το άλλο, το επίσημο είχε σβήσει από τα στόματα των κατοίκων, κι ας είταν τόσο εύκολο στην προφορική χρήση: Κώστας Παπαγεωργίου, κάτοικος της «Αγίας Κυριακής» Ζαγοράς. Φτωχός, γι’ αυτό και φυλάκας χρόνια σε ζαγοριανό σπίτι -το σημερινό κτίριο Ρέτσου- άρχοντα που ζούσε στην Αίγυπτο. Το φύλαγε και περιποιόταν κήπο και βοηθητικούς χώρους, μαζί με έναν άλλο παραγιό του σπιτιού. Δυο υπάλληλοι στο ίδιο έρημο οίκημα, είχαν καλλιεργήσει ένα έδαφος φιλίας κι αυτοί και οι φαμίλιες τους, σε σημείο που ο άλλος τα κατάφερε και τα ’φκιασε με την αδερφή του Σουιλέ.
Στην αρχή το πράμα κρατήθηκε μακριά από τα ...αφτιά του ζόρικου ζαγοριανού. Κάποτε όμως το πληροφορήθηκε και άναψε μέσα του. «Ι παλιουκιριατάς ι φίλους τ’ να κάν’ αγαπητ’κιά τ’ν αδιρφή τ’;» Ε, αυτό πια είταν αδύνατο να το χωνέψει και τον έτρωγε μέσα του. Τί άντρας θα είταν αν δεν μπορούσε να ξεπλύνει την ντροπή του σπιτιού του; Ετσι πήρε στα σβέλτα την απόφαση. Να εξαφανίσει από προσώπου γης τον δολοφόνο της τιμής του σπιτιού του. Αρπαξε μαχαίρι λοιπόν μια μέρα και στα ίσα απάνω στον εραστή της αδερφής του, όχι στα κρυφά, μα στα φανερά και στο φώς του ήλιου. Αντιστάθηκε ο δύσμοιρος εραστής, μα πού να τα βγάλει πέρα, άοπλος άλλωστε καταπώς είταν, με τον Σουιλέ -έναν αντράκλα ως εκεί απάνω! Του ’δωκε εφτά μαχαιριές και τον ξάπλωσε κάτω για πάντα. Ετσι αποκατάστησε την τιμή της αδερφής του, όπως το θαρρούσε -μα διατάραξε το αίσθημα της δικαιοσύνης. Κάθησε λοιπόν στο σκαμνί κι έφαγε εφτά χρόνια φυλακή, όσες μαχαιριές είχε δώσει1.
ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΓΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΟΡΑ
Τα χρόνια της φυλακής ούτε που μπόρεσαν να αλλοιώσουν την προσωπικότητα του Σουιλέ. Οπως μπήκε στο κελί του έτσι βγήκε -με έντονα μάλιστα τα τατουάζ στα μπράτσα του- και, παλιά μου τέχνη κόσκινο, έγινε φύλακας σε σπίτι αρχόντισσας στο Χορευτό. Ζούσε τώρα περισσότερο στο περιγιάλι παρά στο βουνό, κι είταν τρισευτυχισμένος, καθώς μάλιστα καμάρωνε και κρυφοκοιτούσε τη γλυκιά αρχόντισσα. Μα η τελευταία δεν είταν για τη μούρη του, άλλον γλυκοκοιτούσε η μορφονιά στο Χορευτό, τον τελώνη του επινείου. Τί κατάφερε όμως ο τελώνης μας είναι άγνωστο. Φαίνεται πάντως πως δεν πέτυχε το στόχο του, και μια μέρα τον βρήκαν τέζα με κομμένες τις φλέβες του, κι οι κακές γλώσσες βούιξαν στη Ζαγορά, αποδίδοντας την αυτοκτονία σε ερωτική απογοήτευση.
Τον πήραν και τον έθαψαν άψαλτο, σαν σκυλί, στον «Αϊ- Γιάννη» του Χορευτού, κάτω απ’ το ψηλό κυπαρίσσι, κι ο Σουιλές είχε πια απαλλαγεί απ’ τον αντεραστή του. Οχι για πολύ όμως. Γιατί στο πόδι του νεκρού τελώνη ήρθε άλλος, ασίκης κι ερωτομανής. Κρύος ιδρώτας άρχισε πάλι να τρέχει στο κορμί του Σουιλέ, αλλ’ είχε εμπιστοσύνη στα χέρια του. «Οποιους τουλμήσ’ κι μ’ φάει τ’ κυρά μ’, απ’ τ’ ιμένα θα του βρεί, βρε ιμένα μι λένι Σουιλέ ία τίπουτα παραπάν’ δε σας λέου...» Το διακήρυχνε παντού, ίσως για να προλάβει τα ερωτικά βήματα του νέου τελώνη προς την όμορφη αρχόντισσα.
Μα ο έρωτας δεν κάνει πίσω στις απειλές, κι ο τελώνης δεν έλεγε να ξεκολλήσει τα μάτια του απ’ την αρχόντισσα ή να βγάλει το είδωλο της από μέσα του. Πιότερο όμως τη λιμπιζόταν όταν η ίδια έπαιρνε το μπάνιο της στη θάλασσα καταμεσίς του Χορευτού. Νεράιδα που αναδυόταν από τα νερά και σκορπούσε πόθους στα σωθικά του νέου τελώνη, δίνοντας και τροφή στη φαντασία του. Ωσπου μια νύχτα καλοκαιριού δεν άντεξε άλλο. Ωρα που το Χορευτό ησύχαζε, βγήκε αλαφροπάτητος απ’ το τελωνείο και χώθηκε στην καταπράσινη και λουλουδιασμένη αυλή της αρχόντισσας2 χωρίς όμως να ρωτήσει τον κέρβερο της τιμής της αρχόντισσας, ο οποίος και δεν άργησε να δράσει. Χύθηκε πάνω του μέσα στη νύχτα και τον ακινητοποίησε με τα δυνατά του μπράτσα. Δεν τον χάλασε αμέσως, μα τον μπαγλάρωσε για καλά στο μπαλκόνι της αρχόντισσας και τον έκαιγε σιγά σιγά με αναμμένο δαυλί όλη τη νύχτα. Ο άμοιρος τελώνης ούρλιαζε και θερμοπαρακαλούσε να τον ελευθερώσει, μα ο Σουιλές δεν συγκινιόταν από παρακάλια. Τόσο το καλύτερο μάλιστα γι’ αυτόν, γιατί με τις κραυγές ξεσήκωσε όλο το Χορευτό στο πόδι, κι έτρεχαν όλοι μέσα στη νύχτα, άλλοι από περιέργεια και άλλοι από χαιρεκακία, κι έγινε μεγάλο σούσουρο στο ανατολικό Πήλιο, κι έφτασε το χαμπάρι ως το τελευταίο καλύβι:
- «Αρή, τα μάθατι; Ικείνους ι ανιπρόκουφτους ι Σουιλές έκαψι του τιλών’ στου Χουριυτό για τα μάτια, λέει, τ’ς αρχ’οντ’σσας...»
Θα έκαιγε κι άλλους αν δεν ερχόταν να τον κάψει ο ίδιος ο χάρος -έτος σωτήριον (κυριολεκτικά) του 1939...
- Ο συνδυασμός των εφτά χρόνων φυλάκισης με τις εφτά μαχαιριές παραπέμπει, θαρρώ, στην προτίμηση του λαού προς τον αριθμό 7, μια προτίμηση που περνάει στο χώρο των «επταδικών» λογαριασμών.
- Αλλοι λένε πως τα ’μπλεξε με τη γυναίκα ή την αδερφή κάποιου καραβοκύρη, Σταμούλη στ’ όνομα.
***
ΠΗΓΗ
*******
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου