Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Κοντομέρκου-Δημητροπούλου Βάνα, ΗΠΑ - Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η. 10

***

***
Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Έτος ιδρύσεως 2002 - Έδρα: Furth Γερμανία

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ
Αθήνα, Ιούλιος 2017
***
Κοντομέρκου-Δημητροπούλου Βάνα, ΗΠΑ
Η Βάνα Δημητροπούλου- Κοντομέρκου, γεννήθηκε στην Αθήνα. Τελείωσε τις Γυμνασιακές σπουδές της στο Αρσάκειο Πατρών, όπου τελειόφοιτος βραβεύτηκε από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Πατρών για την έκθεσή της «Άγιος Ανδρέας». Απεφοίτησε από την Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με πτυχίο της Ελληνικής Φιλολογίας. Έκτοτε έζησε στον Καναδά και στην Αμερική. Από το 1980 διαμένει στο Κοννέκτικατ των Ηνωμένων Πολιτειών.
Είναι ιδρυτικό και ενεργό μέλος του Ελληνικού Πολιτιστικού Συλλόγου της Ελληνικής Κοινότητας της Αγίας Τριάδος Μπρίτζπορτ, όπου διετέλεσε πρόεδρος κατά τα έτη (1988-1993). Επίσης, είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Ελλάδος και Αμερικής και της ΕΕΛΣΠΗ. Έγραψε τα πεζογραφήματα: «Ο ήλιος έβγαινε από την Δύση» (1983 Δωρικός), «Αύριο… ίσως» (1984 Δωδώνη), που μεταφράστηκε στα Αγγλικά με τίτλο «The Edge of the Day»( 1997 Seaburn, NY), το «Ανάμεσα σε δυο πατρίδες»(1986 Δωδώνη), «Φλογισμένες Πέτρες» (2007 Ηλέκτρα) ιστορικό μυθιστόρημα.
Παρουσιάσεις των βιβλίων της, έχουν γίνει σε Ομογενειακούς συλλόγους, στα βιβλιοπωλεία Barnes and Nobles της Νέας Υόρκης και Ελευθερουδάκη, στην Αθήνα. Επίσης, οι «Φλογισμένες Πέτρες», παρουσιάστηκαν από την Ελληνική τηλεοπτική εκπομπή, ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ της ΕΡΤ3, στην Ελλάδα.
10 Rutlee Dr. Trumbull, CT. 06611. U.S.A.
Tel: ( 203 ) 268-3327
vkontomerkos@ aol.com


Με άφατη ευγνωμοσύνη

Στην χώρα που σφράγισε την πρώτη μου ανάσα.
Χάρισε ταυτότητα στη ύπαρξή μου
και γέμισε το πνεύμα μου με την περήφανη
Ψυχή της.

Ελλάδα μου

Αφουγκράζομαι με πόνο την οδύνη των Παθών σου.
Πιστεύω βαθειά στην αθάνατη Πηγή της ζωής που φέρνει
την Ανάσταση. Θα έρθει, καρδιά μου. Θα έρθει η Ανατολή.

Πατρίδα μου

Σ’ ευχαριστώ

Κοντομέρκου Βάνα

Η ε π ί σ κ ε ψ η

..........................

«Όλα είναι ένας κύκλος στην ζωή», της έλεγε πάντα.
-Είναι πάνω στην εφηβεία, μητέρα… Τι περιμένεις; έκανε με κόπο. Έρχεται απ’ το σχολείο και κλείνεται στο δωμάτιό της. Πολλές φορές, δεν βγαίνει ούτε για φαί.
-Δύσκολη περίοδος…, μουρμούρισε εκείνη κι ακόμα πιο δύσκολος ο χειρισμός. Σε σκέφτομαι. Ο Γιώργος, τι λέει;
Ο Γιώργος… Τώρα μάλιστα! Ο Γιώργος, ανασηκώθηκε για λίγο σαν άκουσε τις φωνές το πρωί, μετά γύρισε πλευρό και συνέχισε μακάρια τον ύπνο του.
-Ο Γιώργος λέει, είναι της ηλικίας... Μου λέει να προσέχω να μην στενοχωριέμαι και πάθω τίποτα.
-Σωστά. Είναι της ηλικίας. Μόνο που η ηλικία αυτή, μπορεί να τραβήξει επ’ αόριστον, άμα δεν την προσέξεις.
Ήταν ανέκφραστη. Μακάρι να μπορούσε να καταλάβει, τι σκεφτόταν... Να σκεφτόταν, άραγε τα δικά της καμώματα και τις σκληρές και απαιτητικές κουβέντες της, τα χρόνια εκείνα της επαναστατικής της έξαρσης, που έπεφταν άγριες καμουτσιές στο πρόσωπο της και την έγδερναν;
-Όλα είναι ένας κύκλος, μητέρα, μουρμούρισε.

....................................

Ο κόσμος της όμως, από κείνη την στιγμή, γύρισε ανάποδα. Και η λίγη αυτοπεποίθηση που είχε μείνει στον εαυτό της, εξανεμίστηκε. Τώρα; Τι θα μπορούσε τώρα να περιμένει από αυτόν, όταν εκείνος είχε πετάξει στα σκουπίδια τα χρόνια που έσφυζε από υγεία και ζωή. Τα χρόνια, που του είχε χαρίσει τα νιάτα της και την ψυχή της μέσα σε στιγμές υπέροχες, στιγμές κοινής μυστικής επικοινωνίας που τους είχαν αγγίξει βαθειά και τους ένωσαν.
Το κουζινάκι είχε γεμίσει σκιές. Ξαναγέμισε το ποτήρι και το κατέβασε μονορούφι. Χρειαζόταν δύναμη ν’ αντέξει.
-Μίλα μου, παιδί μου. Δεν με γελάς. Κάτι έχεις σήμερα, άκουσε σαν σε όνειρο την μητέρα της. Ο Γιώργος, έχει δίκιο. Πρέπει να κοιτάξεις τον εαυτό σου.
Η καρδιά της, άρχισε να χτυπάει ασύμμετρα. Ξαφνικά κατάλαβε, πόση αδύνατη ήταν η αντοχή της. Πόση ανάγκη είχε γι’ αγάπη. Πόση λαχτάρα για μια ανθρώπινη ζεστασιά. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Δεν προσπάθησε να τα κρατήσει. Τ’ άφησε, να κυλήσουν ελεύθερα. Έτρεχαν ασταμάτητα, σκάβοντας αυλάκια από κρύσταλλο πάνω στα χλωμά μάγουλά της.
Άνοιξε τα χέρια της και την αγκάλιασε. Κράτησε πάνω στο στήθος το κάτασπρο κεφάλι της και το φιλούσε.
-Συγγνώμη, μητέρα, ψιθύρισε. Συγγνώμη, για όλα τα χρόνια… Πάντα ήθελα να στο πω... αλλά για κάποιο λόγο, δεν τόλμησα ποτέ. Ίσως γιατί εσύ ήσουνα πάντα δυνατή κι εγώ γεμάτη προβλήματα... Όμως τώρα… Φοβάμαι μητέρα… φοβάμαι πολύ.
Τα πόδια της έτρεμαν. Της πήρε, τα δυο μαραμένα χέρια της. Τα κράτησε σφιχτά μέσα στην φούχτα της και τα φιλούσε. Τα φιλούσε κι έκλαιγε. Έκλαιγε και της μιλούσε…
Πόση ώρα πέρασε… Δεν κατάλαβε. Της άδειασε την ψυχή της. Σαν σταμάτησε, περίμενε με κομμένη ανάσα την αντίδρασή της. Δεν είδε τίποτα. Το βλέμμα της, συνέχισε να την κοιτάει ήρεμα, γλυκά. Μέσα στο μισοσκότεινο κουζινάκι ακουγόταν μόνο η αναπνοή της. Βαριά σαν να σήκωνε η ψυχή της την δική της κατάσταση.
-Κόρη μου, της είπε κάποτε. Όρθωσε το ανάστημά σου στην πρόκληση των γεγονότων. Θα εκπλαγείς από την δύναμη που κουβαλάς μέσα σου. Σε ξέρω καλά...Θα παλέψεις... Θα παλέψεις για σένα. Γι’ αυτούς που αγαπάς.
Τα λόγια της, ήρθαν κι ακούμπησαν σαν βάλσαμο στην ψυχής της. Ο πόνος ήταν πάντα εκεί κι ο δρόμος ατέλειωτα μακρύς... Αλλά τώρα έμοιαζε σαν η πραγματικότητα να είχε αφομοιωθεί μέσα στον χρόνο κι άφηνε μόνο τον λεκέ της, να την πονάει ανασταλτικά.
-Σ’ ευχαριστώ, μητέρα!, ψιθύρισε τρυφερά, μ’ ευγνωμοσύνη. Σ’ ευχαριστώ!
Τα μάτια της, ήταν ακόμα κόκκινα και την έτσουζαν, σαν άκουσε την εξώπορτα. Η καρδιά της χτύπησε περίεργα. Κι όμως τον περίμενε. Ο άντρας της, μπήκε απορημένος.
-Γιατί κάθεσαι στα σκοτάδια; Κι έχεις με την βροχή και τις πόρτες ανοιχτές.
-Τώρα σκοτείνιασε. Ήθελα να βλέπω τις μαργαρίτες...
-Από τότε που πέθανε η μητέρα σου, το σπίτι έχει κιτρινίσει από τις μαργαρίτες.
-Ήταν η αδυναμία της.
Έριξε το βλέμμα του τριγύρω. Κατσούφιασε.
-Μα καλά, δεν μάζεψες τίποτα; Γι’ αυτό δεν ήρθες; Πότε θα ξεκαθαρίσεις την παλιατζούρα. Σε δυο βδομάδες έρχεται η μπουλντόζα.
-…Θα μαζευτεί...
-Άντε τώρα, νύχτωσε. Πάμε να φύγουμε. Αύριο πάλι.
-Ναι! Αύριο...!
Πήρε μια βαθειά ανάσα. Έριξε γύρω της μια τελευταία ματιά. Το βλέμμα της υγρό, χάιδεψε τα πράγματα, το σπίτι. Σε λίγο, θα έμενε μόνο η ανάμνησή τους. Σαν τον άνθρωπο...
-Άντε πάμε, της ξανάπε.
Ακολούθησε αργά τον άντρα της κι έκλεισε πίσω της την πόρτα. Στην αυλή, η μυρουδιά από την ποτισμένη γη της έφερε ένα γνώριμο αίσθημα γαλήνης. Στάθηκε κι έκοψε μια μαργαρίτα. Μέσα σ’ αυτήν, ήξερε. Είχε κλειστεί η ψυχή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου