***
***
Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Έτος ιδρύσεως 2002 - Έδρα: Furth Γερμανία
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ
Αθήνα, Ιούλιος 2017
***
Καψάλης Τεντ, ΗΠΑ
Πατρίδα μου
Δάκρυα φλογερά κατάκαρδα θλιμμένα
με σφαγμένα στήθια είν’ η καρδιά σου τώρα.
Κάνε κουράγιο, υπομονή, μπόρα είναι θα περάσει
η ξαστεριά θα ξαναρθεί, το ουράνιο τόξο θα προβάλει.
Γαλάζια θάλασσα, γαλάζιος ουρανός
άσπρα σύννεφα, αχ! Έλληνας είναι ο Θεός!
Κάνε κουράγιο, υπομονή, χειμώνας είναι θα περάσει
θα λιώσει το χιόνι στην ψυχή, άνοιξη θα ξανάρθει.
Τα νιάτα των παιδιών σου ξανά θα γίνουνε λεβέντες
απ’ το δικό σου είναι αίμα, που ρέει μες στις φλέβες.
Κάνε κουράγιο υπομονή! Έλληνας είναι ο Θεός
κι Ανάσταση θα φέρει, ορθός είναι ακόμη ο σταυρός.
Οι χάρες και τα κάλλη σου, η δόξα κι η ομορφιά σου
με χάρη στολίζουν το κορμί, δεν χαμηλώνει η ματιά σου.
Κάνε κουράγιο, υπομονή, σε προσμένει το λιμάνι
ο ήλιος ο ταξιδευτής και τ’ ουρανού η λάμψη.
Πολλοί είναι οι μνηστήρες σου, που σου τάζουν δακτυλίδι
να σου φορέσουνε στεφάνι να σε φαρμακώσουνε σαν φίδι.
Κάνε κουράγιο υπομονή! Έλληνας είναι ο Θεός
όσο αρχαία είσαι εσύ, τόσο είναι κι Αυτός.
Τον ίδρο και το αίμα κι αν σου στύψουν απ’ το σώμα
ζωντανή θα είναι η ψυχή κι αν σε θάψουνε στο χώμα.
Κάνε κουράγιο, υπομονή! Έλληνας είναι ο Θεός
θα βροντήσει, θα αστράψει και θ’ αναστηθείς!
Το πλατάνι
Αγκαλιάζω το πλατάνι, το γιγάντιο κορμί του
το στοιχειωμένο σαν θεριό, απ’ τη μακρόβια ζωή του.
Κάθε φύλλο ένας αιώνας, δαρμένο από το πέρας,
με ντύνει σαν χιτώνας, μ’ αγκαλιάζει σαν αέρας.
Το καίει ο ήλιος σαν φωτιά, μα εμένα με δροσίζει,
και με το χιόνι παγωνιά, με τα φύλλα με ζεσταίνει.
Οι κλώνοι του οι λυγεροί, κλείνουν στη συντροφιά μου,
και τ’ άψυχο τους το κορμί, ζωντανεύει στη ματιά μου.
Η σκιά του είναι μαγική βρυσούλα ο κορμός του,
που με χτενίζει με τα χάδια, το ψιχάλισμα χαράς του.
Κουρνιάζουν στα φύλλα τα πουλιά στου ίσκιου το μπαλκόνι
αηδόνια στις περσινές φωλιές, στου ήλιου φως που χαμηλώνει.
Στα φυλλώματα κουρνιάζουν, στο σκοτάδι οι νυχτερίδες,
ξαποσταίνουν τα σπουργίτια και μοιρολογούν οι κουκουβάγιες.
Στην πρώτη σταγόνα της φωτιάς, του καλοκαιριού τη σπίθα,
ομπρέλα κάνει τα κλαδιά, τη σκιά του στον ήλιο ασπίδα.
Τα κλωνάρια του σαν μπράτσα, σκύβουνε και με χαϊδεύουν,
και τα πλατανόφυλλα στα χέρια, με δροσάδα με μαγεύουν.
Η δίψα μου σβήνει απ’ τα χείλη, σαν τη χλόη στην αυγή,
σαν σταλαγματιές νερού, μου ποτίζουν το κορμί
Τώρα πια και να πεθάνω, ήσυχη θα ’ναι η μοναξιά μου,
ελαφρό θα 'ναι το χώμα και πλατάνι η καρδιά μου.
Ριμάδα ξενιτιά
Πίνω καημό, πίνω κρασί της ξενιτιάς αλμύρα
δάκρυ είναι θαλασσί, κύμα φουρτούνας μοίρα.
Ριμάδα είσαι, ξενιτιά, σαν λίστρα στο κορμί μου
μια γρατσουνιά μες στην καρδιά, σφιχτή είν’ η πνοή μου.
Παράξενος είν’ ο ουρανός, η νύχτα το φεγγάρι
μέσα μου γίνεται χαμός, σφίγγει η καρδιά μου σαν λιθάρι.
Αγναντεύω τα σύννεφα ψηλά, τον αγέρα ακουρμάζομαι
μα δεν διαβάζω μήνυμα και απ’ την ορφάνια πνίγομαι.
Λιτό το πιάτο στο τραπέζι, ξερή η μπουκιά στο στόμα
μαχαιριά είναι που θερίζει, τα όνειρα στο στρώμα.
Ψάχνω στη νύχτα για να βρω, ένα αστέρι, ένα σημάδι
ένα σχοινί να κρατηθώ, πριν διαβώ μες στο σκοτάδι.
Είναι οι δρόμοι αδειανοί κι οι φίλοι μακριά μου μάνα,
πατέρας κι αδελφοί, σας πόνεσε η καρδιά μου.
Είναι η ζωή μου φυλακή, χαμόγελα δεν δίνει
να τραγουδήσω δεν μπορώ κι η μοναξιά με πνίγει.
Μέσα σε σκότη, ξενιτιάς, ζεστή αγκαλιά δεν βρήκα
σαν ερημίτης σ’ ερήμους μακρινούς εδιάβηκα και μπήκα.
Σε ισόγειο κουρνιάζω τις νυχτιές, παρέα με σκοτάδι
ήλιε ποτέ δεν άφησες για μένα ένα σου χάδι.
Πόνοι μου, κόποι και οι καημοί, μου αφήσανε ρυτίδες
στέρεψε μέσα μου η ψυχή, σβήσανε κι οι ελπίδες.
Τα βάσανα που πέρασα, στο νου μου δεν λησμονιούνται
φουρτούνα ήταν, θάλασσα, κύματα, δεν μετριούνται.
Βιαστήκανε τα νιάτα μας, σε ξένη γη γεράσαν
και από την πίκρα σβήσανε και δεν χαμογελάσαν.
Τώρα σε ξένο στρώμα βρίσκομαι κι έγειρα να πλαγιάσω
σε ξένο χώμα, αλμυρό εκεί θα ξαποστάσω.
Ω! Μητέρα μου Ελλάδα
Απ’ τα βάθη των αιώνων, ξεπροβάλει ένα φως,
των προγόνων ένα πνεύμα, ένας νους θαυματουργός.
Μια λαμπρή είσαι λάμψη, γλυκό μεθύσι μες στο νου,
μια κηλίδα δίψα στην ψυχή, ένα ποτήρι του πιοτού.
Ω! Μητέρα μου Ελλάδα, γεννήτρια Θεών,
της Ακρόπολης ο θρόνος, το θρανίο των σοφών.
Συ κρατάς ψηλά τη δάδα κι ο ήλιος προσκυνάει,
τις νύχτες κάνεις μέρα, τ’ αρχαίο πνεύμα τις φυλάει.
Απ’ του Ολύμπου την κορφή, το πνεύμα χαιρετά,
ακόμη οι Δώδεκα Θεοί, στον κόσμο το φυλά.
Ω! Μητέρα μου Ελλάδα, του πνεύμα οδηγός,
στους αιώνας των στροφών, ακόμη είσαι οδηγός.
Σε σπουδάζουνε οι ξένοι, του κόσμου όλες οι γενιές,
ήλιος μες στην οικουμένη, οι σοφές σου συμβουλές.
Της Ακρόπολης το φως σου κι η μαντεία των Δελφών,
γαλάζιος μένει ο ουρανός σου των αιώνων όλων των εποχών.
Άσπρα σαν τα σύννεφα, των ηρώων σου οι μορφές,
λουλουδιού σκορπίζουν άνθισμα, γεννούν τη φλόγα στις φωτιές
Σπουδάζουνε τη γνώση σου, του κόσμου όλοι οι λαοί,
προσκυνητής στο πνεύμα σου κι ολόκληρη η γη,
Σάρκα είσαι, λάμψη, θησαυρός σε κάθε μνήμη,
τον πλανήτη έχεις ανάψει, αφώτιστη στεριά δεν έχει μείνει.
Ω! Μητέρα μου Ελλάδα κι αν ακόμη σε φθονούν,
δικιά τους θα 'σαι πάντα, μάνα, χωρίς εσέ δεν κυβερνούν.
Ω! Λεωνίδα Βασιλιά! Οι Τριακόσιοι των Θερμοπυλών!
Ω! Μούσα! Tο τραγούδι σου, του θανάτου το γλυκό φιλί
μετάξι το έκανες και τύλιξες, των ηρώων την ψυχή.
Στων Θερμοπυλών στενά, λαμπρά το σώμα σου έστησες
και με βέλος το Μολών Λαβέ, με το αίμα σου έγραψες.
Ακόμα το χώμα μαρτυρεί, σαντάλων φέρνει πατησιά
δροσιά ανάσα οπλαρχηγών, με το δόρυ κι ασπίδα φορεσιά.
Στη ροδοδάχτυλη αυγή, στέκει σαν μάρμαρο η σκιά σας
με σηκωμένη κεφαλή αναπνέει, η αναστημένη λευτεριά σας.
Σαν χθες ο αέρας ψιθυρίζει, σαν σε φαράγγι αντιλαλεί
τη δόξα των αιώνων, των τριακοσίων με μια φωνή.
Το Μολών Λαβέ σαν αστραπή, τους αιώνες σημειώνει
και την ανδρεία σας λάφυρο, σ’ όλους τους Έλληνες χρεώνει.
Στους στενούς τους βράχους, των Θερμοπυλών
σε δυο μερόνυχτα, σταματήσατε το Βασιλέα των Περσών.
Σου έταξε ο Ξέρξης, δύναμη και πλούτο
για ανταλλαγή παράδοση, τον ελληνικό τον τόπο.
Μα εσύ, Ω! Λεωνίδα Βασιλιά! Προτίμησες την πάλη
το σπαθί σου και το δόρυ και ως ήρωας διάβηκες στον Άδη.
Η ηρωική θυσία σου και των λιτών συντρόφων
δεν γονατίσαν στα βέλη της ανατολικής στρατιάς χιλιάδων.
Ζωγραφισμένος είναι ο ουρανός, από βέλη κεντρισμένος
κι ακούω βήματα να σείουν τη γη των αρχαίων Ελλήνων.
Δικά σας είναι βήματα, γιγάντιες πατημασιές
από μουσκεμένα σάνταλα, από αίμα και βαθιές πληγές.
Ακόμη κι αν σας πρόδωσε στην κατάθλιψη του ο Εφιάλτης
την υποχώρηση αρνηθήκατε, αθάνατοι ήρωες της Σπάρτης.
Ω! Σας ζηλέψανε οι Θεοί, τους μέθυσε η ανδρεία σας
κι οι άσπροι γαλάζιοι ουρανοί, φόρεσαν τον μανδύα σας.
Ο στοχασμός μου τριγυρίζει, μου ταλαντεύει την ανάσα,
τι θα γίνονταν άραγε, αν δεν τους κλείνατε τη στράτα;
***
Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Έτος ιδρύσεως 2002 - Έδρα: Furth Γερμανία
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ
Αθήνα, Ιούλιος 2017
***
Καψάλης Τεντ, ΗΠΑ
Γεννήθηκε στο ιστορικό Καλπάκι
Ιωαννίνων στις 23 Απριλίου 1952. Είναι ο πέμπτος γιος του Δημήτριου και της
Ελευθερίας Καψάλη. Απόφοιτος του Δημοτικού Σχολείου του Ιστορικού Καλπακίου και
του Γυμνασίου Δολιανών Ιωαννίνων. Σε ηλικία 18 χρονών μετανάστευσε στις
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Σπούδασε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις στο Σικάγο και
έχει ταξιδέψει σχεδόν σε όλη την Αμερική. Αν και σήμερα ζει με την οικογένεια
του στον φανταστικό κόλπο του Σαν Φρανσίσκο Καλιφόρνιας, θεωρεί τη Χαβάη σαν
πατρική του γη. Εκεί έχει ζήσει σχεδόν 15 χρόνια, γνώρισε τη σύζυγο του
Ευαγγελία κι εκεί γεννήθηκε ο γιος του Δημήτριος. Οι κόρες του, Ελευθερία και
Αλήθεια γεννήθηκαν την Αλαμίδα και Βαλλέχο της Καλιφόρνιας.
Από τα εφηβικά του χρόνια ακόμα
η αγάπη και ο πόθος του για την ποίηση βρισκόταν στην καρδιά του. Πριν λίγα
χρόνια άρχισε να πραγματοποιεί μια φιλόδοξη προσπάθεια στην ξενιτιά, να
διατηρήσει την Ελληνική γλώσσα εν ζωή.
Με τα ποιήματα του που
ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες, μέσα από την ποίηση επιθυμεί να μοιράσει τα
αισθήματα του, τα οποία έχουν αγγίξει τη ζωή του.
Ο Τεντ γράφει στην Ελληνική και
στην Αγγλική γλώσσα. Στην Αγγλική γλώσσα τα έργα του έχουν αναγνωριστεί από το
International Society of Poets και έχουν βραβευθεί δώδεκα φορές για τα ποιητικά
του δημιουργήματα. Τον Ιούλιο του 2005 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο στην
Αγγλική γλώσσα με τίτλο: «SIMPLE HEART, Whispering Love Songs». H Ellen Tanner
Marsh της New York Times, Best Selling Author, στην κριτική της γι’
αυτό το βιβλίο αναφέρει πως: «Όποιος έχει αγαπήσει και αγαπήθηκε πολύ, θα βρει κάτι που θα
εκτιμήσει στο βιβλίο του Τεντ Καψάλη. Είναι απλή, αληθινή, και αναμνηστική
αγάπη. Είναι ποίηση που μιλά στην καρδιά, απ’ την καρδιά.»
Τον Φεβρουάριο
του 2010 κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο του στη Αγγλική γλώσσα με τίτλο: «FROM
HEART TO HEART, Inside Out». Τον Μάρτιο του 2012 κυκλοφόρησε το τρίτο βιβλίο
του στην Αγγλική γλώσσα με τίτλο: «TRIPLE HEART, No Hidden Emotions». Τον
Μάρτιο του 2014 κυκλοφόρησε το τέταρτο βιβλίο του με τίτλο: «HEART BLUES, For
The World To Know». Τον Ιούνιο του 2017 κυκλοφορεί το πέμπτο βιβλίο του με
τίτλο: «HEART BREAK, True Ordeal». Σε αυτό το βιβλίο έχει αγγίξει το ορόσημο
του οράματός του, με 1001 ποιήματα στην Αγγλική γλώσσα.
Πέρα από την
αγάπη του για την ποίηση, ο Τεντ είναι φανατικό μέλος της ποδηλασίας, του
ποδοσφαίρου, της ορειβασίας, και του μαραθωνίου αγώνα δρόμου. Έχει τρέξει σε
πάνω από εκατό Μαραθώνιους και υπέρ Μαραθώνιους, και συμμετείχε δύο φορές σε
τρέξιμο 12 ωρών και πέντε φορές σε τρέξιμο 60 χιλιομέτρων καθώς
και σε άλλους αγώνες, από υψίμετρο μηδέν (θάλασσας) σε 12,500 μέτρα .
www.poeticme.com, Tedkaps@msn.com
Ted Kapsalis 3630 Rocky Shore
Drive , Vallejo , CA
94591
Πατρίδα μου
Δάκρυα φλογερά κατάκαρδα θλιμμένα
με σφαγμένα στήθια είν’ η καρδιά σου τώρα.
Κάνε κουράγιο, υπομονή, μπόρα είναι θα περάσει
η ξαστεριά θα ξαναρθεί, το ουράνιο τόξο θα προβάλει.
Γαλάζια θάλασσα, γαλάζιος ουρανός
άσπρα σύννεφα, αχ! Έλληνας είναι ο Θεός!
Κάνε κουράγιο, υπομονή, χειμώνας είναι θα περάσει
θα λιώσει το χιόνι στην ψυχή, άνοιξη θα ξανάρθει.
Τα νιάτα των παιδιών σου ξανά θα γίνουνε λεβέντες
απ’ το δικό σου είναι αίμα, που ρέει μες στις φλέβες.
Κάνε κουράγιο υπομονή! Έλληνας είναι ο Θεός
κι Ανάσταση θα φέρει, ορθός είναι ακόμη ο σταυρός.
Οι χάρες και τα κάλλη σου, η δόξα κι η ομορφιά σου
με χάρη στολίζουν το κορμί, δεν χαμηλώνει η ματιά σου.
Κάνε κουράγιο, υπομονή, σε προσμένει το λιμάνι
ο ήλιος ο ταξιδευτής και τ’ ουρανού η λάμψη.
Πολλοί είναι οι μνηστήρες σου, που σου τάζουν δακτυλίδι
να σου φορέσουνε στεφάνι να σε φαρμακώσουνε σαν φίδι.
Κάνε κουράγιο υπομονή! Έλληνας είναι ο Θεός
όσο αρχαία είσαι εσύ, τόσο είναι κι Αυτός.
Τον ίδρο και το αίμα κι αν σου στύψουν απ’ το σώμα
ζωντανή θα είναι η ψυχή κι αν σε θάψουνε στο χώμα.
Κάνε κουράγιο, υπομονή! Έλληνας είναι ο Θεός
θα βροντήσει, θα αστράψει και θ’ αναστηθείς!
Το πλατάνι
Αγκαλιάζω το πλατάνι, το γιγάντιο κορμί του
το στοιχειωμένο σαν θεριό, απ’ τη μακρόβια ζωή του.
Κάθε φύλλο ένας αιώνας, δαρμένο από το πέρας,
με ντύνει σαν χιτώνας, μ’ αγκαλιάζει σαν αέρας.
Το καίει ο ήλιος σαν φωτιά, μα εμένα με δροσίζει,
και με το χιόνι παγωνιά, με τα φύλλα με ζεσταίνει.
Οι κλώνοι του οι λυγεροί, κλείνουν στη συντροφιά μου,
και τ’ άψυχο τους το κορμί, ζωντανεύει στη ματιά μου.
Η σκιά του είναι μαγική βρυσούλα ο κορμός του,
που με χτενίζει με τα χάδια, το ψιχάλισμα χαράς του.
Κουρνιάζουν στα φύλλα τα πουλιά στου ίσκιου το μπαλκόνι
αηδόνια στις περσινές φωλιές, στου ήλιου φως που χαμηλώνει.
Στα φυλλώματα κουρνιάζουν, στο σκοτάδι οι νυχτερίδες,
ξαποσταίνουν τα σπουργίτια και μοιρολογούν οι κουκουβάγιες.
Στην πρώτη σταγόνα της φωτιάς, του καλοκαιριού τη σπίθα,
ομπρέλα κάνει τα κλαδιά, τη σκιά του στον ήλιο ασπίδα.
Τα κλωνάρια του σαν μπράτσα, σκύβουνε και με χαϊδεύουν,
και τα πλατανόφυλλα στα χέρια, με δροσάδα με μαγεύουν.
Η δίψα μου σβήνει απ’ τα χείλη, σαν τη χλόη στην αυγή,
σαν σταλαγματιές νερού, μου ποτίζουν το κορμί
Τώρα πια και να πεθάνω, ήσυχη θα ’ναι η μοναξιά μου,
ελαφρό θα 'ναι το χώμα και πλατάνι η καρδιά μου.
Ριμάδα ξενιτιά
Πίνω καημό, πίνω κρασί της ξενιτιάς αλμύρα
δάκρυ είναι θαλασσί, κύμα φουρτούνας μοίρα.
Ριμάδα είσαι, ξενιτιά, σαν λίστρα στο κορμί μου
μια γρατσουνιά μες στην καρδιά, σφιχτή είν’ η πνοή μου.
Παράξενος είν’ ο ουρανός, η νύχτα το φεγγάρι
μέσα μου γίνεται χαμός, σφίγγει η καρδιά μου σαν λιθάρι.
Αγναντεύω τα σύννεφα ψηλά, τον αγέρα ακουρμάζομαι
μα δεν διαβάζω μήνυμα και απ’ την ορφάνια πνίγομαι.
Λιτό το πιάτο στο τραπέζι, ξερή η μπουκιά στο στόμα
μαχαιριά είναι που θερίζει, τα όνειρα στο στρώμα.
Ψάχνω στη νύχτα για να βρω, ένα αστέρι, ένα σημάδι
ένα σχοινί να κρατηθώ, πριν διαβώ μες στο σκοτάδι.
Είναι οι δρόμοι αδειανοί κι οι φίλοι μακριά μου μάνα,
πατέρας κι αδελφοί, σας πόνεσε η καρδιά μου.
Είναι η ζωή μου φυλακή, χαμόγελα δεν δίνει
να τραγουδήσω δεν μπορώ κι η μοναξιά με πνίγει.
Μέσα σε σκότη, ξενιτιάς, ζεστή αγκαλιά δεν βρήκα
σαν ερημίτης σ’ ερήμους μακρινούς εδιάβηκα και μπήκα.
Σε ισόγειο κουρνιάζω τις νυχτιές, παρέα με σκοτάδι
ήλιε ποτέ δεν άφησες για μένα ένα σου χάδι.
Πόνοι μου, κόποι και οι καημοί, μου αφήσανε ρυτίδες
στέρεψε μέσα μου η ψυχή, σβήσανε κι οι ελπίδες.
Τα βάσανα που πέρασα, στο νου μου δεν λησμονιούνται
φουρτούνα ήταν, θάλασσα, κύματα, δεν μετριούνται.
Βιαστήκανε τα νιάτα μας, σε ξένη γη γεράσαν
και από την πίκρα σβήσανε και δεν χαμογελάσαν.
Τώρα σε ξένο στρώμα βρίσκομαι κι έγειρα να πλαγιάσω
σε ξένο χώμα, αλμυρό εκεί θα ξαποστάσω.
Ω! Μητέρα μου Ελλάδα
Απ’ τα βάθη των αιώνων, ξεπροβάλει ένα φως,
των προγόνων ένα πνεύμα, ένας νους θαυματουργός.
Μια λαμπρή είσαι λάμψη, γλυκό μεθύσι μες στο νου,
μια κηλίδα δίψα στην ψυχή, ένα ποτήρι του πιοτού.
Ω! Μητέρα μου Ελλάδα, γεννήτρια Θεών,
της Ακρόπολης ο θρόνος, το θρανίο των σοφών.
Συ κρατάς ψηλά τη δάδα κι ο ήλιος προσκυνάει,
τις νύχτες κάνεις μέρα, τ’ αρχαίο πνεύμα τις φυλάει.
Απ’ του Ολύμπου την κορφή, το πνεύμα χαιρετά,
ακόμη οι Δώδεκα Θεοί, στον κόσμο το φυλά.
Ω! Μητέρα μου Ελλάδα, του πνεύμα οδηγός,
στους αιώνας των στροφών, ακόμη είσαι οδηγός.
Σε σπουδάζουνε οι ξένοι, του κόσμου όλες οι γενιές,
ήλιος μες στην οικουμένη, οι σοφές σου συμβουλές.
Της Ακρόπολης το φως σου κι η μαντεία των Δελφών,
γαλάζιος μένει ο ουρανός σου των αιώνων όλων των εποχών.
Άσπρα σαν τα σύννεφα, των ηρώων σου οι μορφές,
λουλουδιού σκορπίζουν άνθισμα, γεννούν τη φλόγα στις φωτιές
Σπουδάζουνε τη γνώση σου, του κόσμου όλοι οι λαοί,
προσκυνητής στο πνεύμα σου κι ολόκληρη η γη,
Σάρκα είσαι, λάμψη, θησαυρός σε κάθε μνήμη,
τον πλανήτη έχεις ανάψει, αφώτιστη στεριά δεν έχει μείνει.
Ω! Μητέρα μου Ελλάδα κι αν ακόμη σε φθονούν,
δικιά τους θα 'σαι πάντα, μάνα, χωρίς εσέ δεν κυβερνούν.
Ω! Λεωνίδα Βασιλιά! Οι Τριακόσιοι των Θερμοπυλών!
Ω! Μούσα! Tο τραγούδι σου, του θανάτου το γλυκό φιλί
μετάξι το έκανες και τύλιξες, των ηρώων την ψυχή.
Στων Θερμοπυλών στενά, λαμπρά το σώμα σου έστησες
και με βέλος το Μολών Λαβέ, με το αίμα σου έγραψες.
Ακόμα το χώμα μαρτυρεί, σαντάλων φέρνει πατησιά
δροσιά ανάσα οπλαρχηγών, με το δόρυ κι ασπίδα φορεσιά.
Στη ροδοδάχτυλη αυγή, στέκει σαν μάρμαρο η σκιά σας
με σηκωμένη κεφαλή αναπνέει, η αναστημένη λευτεριά σας.
Σαν χθες ο αέρας ψιθυρίζει, σαν σε φαράγγι αντιλαλεί
τη δόξα των αιώνων, των τριακοσίων με μια φωνή.
Το Μολών Λαβέ σαν αστραπή, τους αιώνες σημειώνει
και την ανδρεία σας λάφυρο, σ’ όλους τους Έλληνες χρεώνει.
Στους στενούς τους βράχους, των Θερμοπυλών
σε δυο μερόνυχτα, σταματήσατε το Βασιλέα των Περσών.
Σου έταξε ο Ξέρξης, δύναμη και πλούτο
για ανταλλαγή παράδοση, τον ελληνικό τον τόπο.
Μα εσύ, Ω! Λεωνίδα Βασιλιά! Προτίμησες την πάλη
το σπαθί σου και το δόρυ και ως ήρωας διάβηκες στον Άδη.
Η ηρωική θυσία σου και των λιτών συντρόφων
δεν γονατίσαν στα βέλη της ανατολικής στρατιάς χιλιάδων.
Ζωγραφισμένος είναι ο ουρανός, από βέλη κεντρισμένος
κι ακούω βήματα να σείουν τη γη των αρχαίων Ελλήνων.
Δικά σας είναι βήματα, γιγάντιες πατημασιές
από μουσκεμένα σάνταλα, από αίμα και βαθιές πληγές.
Ακόμη κι αν σας πρόδωσε στην κατάθλιψη του ο Εφιάλτης
την υποχώρηση αρνηθήκατε, αθάνατοι ήρωες της Σπάρτης.
Ω! Σας ζηλέψανε οι Θεοί, τους μέθυσε η ανδρεία σας
κι οι άσπροι γαλάζιοι ουρανοί, φόρεσαν τον μανδύα σας.
Ο στοχασμός μου τριγυρίζει, μου ταλαντεύει την ανάσα,
τι θα γίνονταν άραγε, αν δεν τους κλείνατε τη στράτα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου