Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

Η Δ Ο Υ Λ Α Κ Α Ι Τ Α Α Σ Π Ρ Α Π Ο Υ Λ Ι Α

***
Η εικόνα ίσως περιέχει: κείμενο
Vaios Fasoulas
Ανοιξιάτικο Σύθαμπο. Αφιέρωμα στο Μάρτη, μήνα της ποίησης
Η Δ Ο Υ Λ Α Κ Α Ι Τ Α Α Σ Π Ρ Α Π Ο Υ Λ Ι Α
Διαδρομή: Από το Καπά, Μαυρομμάτι, Μουζάκι προς Τρίκαλα, στα «άσπρα» πουλιά
(Απόσπασμα από το «Στο Σταυροδρόμι της γειτονιάς»)
* * * * * *
-Ουυύνκς!, έβαλε έξαλλος τις φωνές ο καροτσιέρης. Στάκα πανάθεμά σ’ κι έπεισ’ η τρουβάς. Μπρρρρ…! και τραβούσε τα γκέμια να σταματήσει το κάρο.
"Σταμάτησε με μιας το κοριτσάκι το κρυφό της κλάμα κι έβαλε τα γέλια. Της ρίχνει πειραγμένος μια ματιά ο καροτσέρης. Ξανά μια άλλη λακκούβα που κόντεψε να αναποδογυρίσει το κάρο. Και ξαφνικά! Ο αγωγιάτης βρέθηκε τ’ ανάσκελα κάτω στις καλαμιές.
Δυνάμωσαν τα γέλια της μικρής ακόμη πιο πολύ φέρνοντας άλλα δάκρυα. Και θύμωσε ο καροτσέρης ακόμα πιο πολύ:
-Τι γιλάς και τι τιράς, έβαλε τις φωνές…, «ρ’ αλεπουδόβγαλμα; Α; Δεν έχ’ ς ματαδή άνθρουπο καταή! Αϊ στα τσακίδια μ’ κι μου ’πρηξες τι χουλή.
Αμέσως πήδησε κάτω το κοριτσάκι και νοιάστηκε να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Μα εκείνος κάκιωσε ακόμη πιο πολύ:
-Άιντες να σ’ χέσω το γονιός κι σένα παλιοτουρκόπλασμα κι άρχισε να σηκώνεται. Πανάθεμά σ’ άτιμου, που θέλ’σ να μ’ αφανίσ’! Ούστ! στα τσακίδια τουρκαλά, μπαμπέσ’! αγριο-φώναξε κι ετοιμάστηκε να το χτυπήσει με τη βίτσα.
Τον έπιασε όμως τα χέρια το κοριτσάκι:
-Άφ’ του παππού, δε φταίει, του δόλιου!.
Κι ο καροτσέρης την αγριοκοίταξε τσιτωμένος. Φάνηκε όμως πως την άκουσε. Τίναξε την τραγιάσκα του και πήγε μπροστά στο μουλάρι. Το κοίταξε κατάματα λίγες στιγμές, και πιάνοντας το κοριτσάκι το ανέβασε στο κάρο. Ανέβηκε κι αυτός και ξεκίνησαν πάλι.
Ο ήλιος είχε σκάσει σαν κίτρινο καρβέλι. Λίγα αγριοπερίστερα πέταξαν στα μόνιμα κι αγαπημένα τους ύψη. Τα πουλάκια γλυκοκελαηδούσαν ξέγνοιαστα. Πέρα στο βάθος μιας χαράδρας γκρεμίζονταν το ρέμα. Ο αγέρας κουβαλούσε απαλά το άρωμα των βουνών και το κάρο συνέχιζε την πορεία του τραμπαλίζοντας. Ο καροτσέρης ξαναβρήκε το κέφι του και το κοριτσάκι άφησε τη ματιά της να πετάξει πίσω της. Έβλεπε τα βουνά όλο να απομακρύνονται και να μικραίνουν. Και η βουή της ρεματιάς να σβήνει σιγά-σιγά πίσω από μια αχνοχαμένη καμπούρα ενός λόφου. Σήκωσε το κεφάλι και στύλωσε το στήθος της ρίχνοντας τη ματιά προς το χωριό. Εκείνο δε φαίνονταν. Κάπου, σε μια στροφή που έκανε το κάρο, έμεινε πίσω.
Αναστέναξε η μικρή Ευγενία και τα μικρά μαύρα μάτια της, ξαναγυάλωσαν πάλι. Ήρθε στο μυαλό της ο αδερφός
της ο Αποστόλης και στέναξε ακόμη πιο πολύ καθώς η ώρα απ’ τη φυγή της, ήταν ακόμα ωμή. Η φτώχεια την έδιωχνε και η πλίθινη κάμαρη που μίκρυνε, καθώς ο Αποστόλης ζευγαρώθηκε. Του κάκου επέμενε εκείνος να μη φύγει. Επέμενε κι εκείνη και τώρα νιώθει τη μοναξιά και τον φόβο να την πνίγει. Έδειχνε μετανιωμένη. Τίναξε λίγο το κεφάλι της και στέγνωσαν τα μάτια. Μόνη της διάλεξε τη φυγή κι άφησε τη
μοίρα της να οδηγήσει τα βήματά της· και τα βάζει στ’ αχνάρι μιας νέας ζωής:
-Δε βαριέσι! Χειρότερα δε θα περάσου! Ένα γιατάκ’ κι φαί μι φτάν!.
-Τσούκ! Τσούκ! Άιντες τουρκαλά μ’, υπουμόνεψε κι κουντά του γιόμα θα φτάσουμε…, λέει ο καροτσάς και στρίβει τα μουστάκια. Τσάκου μια σταλιά τα γκέμια να στρίψου λίγου καπνό, Ευγένου, τη λέει διακόπτοντας με μιας τους συλλογισμούς της κοπελίτσας και κράτησε τα γκέμια.
Πέρασαν έτσι λίγες ώρες μέχρι που ο ήλιος σταμάτησε στη μέση. Λίγο πριν την πόλη σταμάτησαν. Λίγο ξεκούραση. Λίγο ψωμί, τυράκι. Και πιο πολύ το μουλάρι που έβγαζε καπνό. Τρώγανε και κουβέντιαζαν σα να ’τανε παλιοί φίλοι. Πολλά λόγια καλά, της είπε, ο καροτσάς. Στο σπίτι αυτό που θα ’μπαινε, θα έβγαινε κυρά. Να ακούει και να κάνει υπομονή, μήπως και εύρη μία αυγή στο δρόμο τη ζωή:
-Να ’σι ’πάκουει κι κάνει κανά βουλά και τουν κ’φό. Αυτοί οι ’ριστοκράτες δεν έχν’ καρδιά, λένι λόϊα παχιά. Μα έχν' πανάθεμα τσ’ μανάχα παράδις μι ουρά.
-Μη σκιάζισι μπάρμπα-Μηνά κι θα τα πάου καλά. Θα δεις, θαλάρθου στου χουριό, θα φέρου κι λεφτά…, απάντησε η Ευγενία δίνοντας πίστη στα λόγια της.
Έβγαλε απ’ τα κόρφια της τη σύσταση. Την ξεδίπλωσε σα να ’ταν φυλαχτό. Χαμογέλασε της φάνηκε πως γιόμισε ο ουρανός με άσπρα περιστέρια. Πέταξε για μια στιγμή κι αυτή πάνω απ’ την πόλη σταματώντας κάθε φορά σε κάποια στέγη ή σε κάποια αυλή. Κοίταγε τον πολύ κόσμο, τους δρόμους και τα μαγαζιά. Στάθηκε πάνω απ’ τις βιτρίνες που ’χαν ζαχαρωτά. Της φύγανε τα σάλια. Ετοιμάστηκε να κάνει άλλη μια βουτιά, μα η φωνή του καροτσέρη τη γύρισε πίσω:
-Τίρα να δεις, εγώ δεν θα ’μπου μες στην πόλ’. Σκιάζουμε, μαθές το ζουντανό. Αυτό δεν αγρικά σι κόσμου κι σι σπίτια. Μπουρεί να προγκίξ’ κι αλοίμονο μ’! Όι μανούλα μ’ πού θα πλαλάω να του βρω;.
-Καλά, καλά του ξέρου. Δεν πειράζ’.
Σηκώθηκε η Ευγενία ευχαριστώντας τον. Στο ένα χέρι το χαρτί και στ’ άλλο το μπόγο της με λίγα πραγματάκια. Προχωρώντας χαζεύοντας συνάντησε μια γυναίκα και αμέσως τις έδειξε το χαρτί:
-Χμ!, ξερόβηξε η γυναίκα της πόλης και η Ευγενία την έψαχνε με πλάγια ματιά. Χμ! Υπηρέτρια το λοιπόν. Μάλιστα! Κατάλαβα. Προχώρα στο τέλος του δρόμου. Μετά αριστερά και το δεύτερο σπίτι στη γωνιά. Θα δεις. Έχει απ’ έξω δυο περιστέρια. Χτύπα την πόρτα δυνατά να σε ακούσουν. Το σπίτι είναι βαθιά!.
Περπάτησε η κοπελίτσα καμαρωτά και με χαρά. Βρήκε την πόρτα με τα χρυσά περιστέρια και πήρε θάρρος. Χάζευε την πλούσια αυλή. Άπλωσε το χέρι της και περιεργάστηκε τα κίτρινα πουλιά και δεν είδε ότι εκείνη τη στιγμή, στο μπαλκόνι του δίπατου σπιτιού, η κυρία έκανε βόλτα. Κοίταζε την Ευγενία και σκέφτηκε πως θα ’ταν η κοπελίτσα που περίμεναν:
-Ποιόν ζητάς καλέ; Ρώτησε με αυξημένη περιέργεια και την έψαχνε με τα μάτια.
---.---
-Καλέ, εσένα λέω, δεν ακούς;
-Να με συμπαθάς θειά, λέει και της δείχνει το χαρτάκι. Δε τηράς να δεις τι γράφ’;
-Για περίμενε να κατέβω να σε ιδώ.
Φόβος, ταραχή, ακόμη και ένα πράμα που έμοιαζε ντροπή ένιωσε η κοπελίτσα. Το πρόσωπό της πήρε χρώματα. Κοίταξε το ντύσιμό της. Της έφταιγε κι αυτό αυτή την ώρα. Θυμήθηκε τα περιστέρια. Και στο νου της ήρθε για μια στιγμή, το στενό καλύβι και η αβάσταχτη φτώχεια. Πάλι της ήρθε μια τάση να τρέξει και να φύγει. Μα η κυρία ήταν κιόλας στην πόρτα. Πήρε το χαρτί και το διάβασε. Είδε πως αυτό που έγραφε, ήταν αυτό που ζητούσε:
-Χμ!, ξερόβηξε κρύα. Για έλα μαζί μου, της λέει αγέρωχα, και η Ευγενία ακολούθησε σαν πιστό σκυλάκι. Αμέσως ξεκινά, μια καινούργια ζωή για τη μικρή κοπελίτσα. Το χαώδες αρχοντόσπιτο την καλοδέχτηκε ανοίγοντας την κρύα του αγκαλιά.
Στο πλυσταριό βάλανε ένα σιδερένιο κρεβάτι και πάνω σ’ αυτό θα ξεκούραζε το κορμάκι της η μικρή δούλα. Η φτώχεια την ακολούθησε κι εδώ. Ρούχα παλιά της έδωσαν. Κι από φαγητό, ό, τι περίσσευε. Της κάνανε αυστηρές συστάσεις. Να μην μπαίνει ποτέ σε κάμαρες χωρίς εντολή. Να κάνει καθαρές και γρήγορες δουλειές. Της κάνανε «απολύμανση» και της κόψανε τα μαλλιά κοντά. Την πρόσταξαν να... λιμάρει τη γλώσσα. Να πάψουν τα χωριάτικα και οι
«μισές» κουβέντες. Και η παλιά υπηρέτρια μόλις
«θα ’στρωνε» η Ευγενία, θα έφευγε. Γι’ αυτό από την άλλη κιόλας ημέρα, αναλάμβανε υπηρεσία.
Έπρεπε να μάθει να κουμαντάρει την εξαμελή οικογένεια. Κι έπεσε ο κεραυνός και κατέκαψε την ύπαρξη της μικρής κοπελίτσας. Ήταν απαρηγόρητη. Και ένιωσε για πρώτη φορά, πόνο και πίκρα.
Έζησε τη μεγαλοπρέπεια της φτώχειας. Της λείπανε πολλά υλικά αγαθά. Πολλές φορές η ψάθα τη δεχότανε νηστική. Είχε όμως τη θαλπωρή της αγάπης και της ανθρωπιάς. Κάτι που απ’ αυτό το αρχοντόσπιτο έλειπε. Κι ας ήταν όλοι μορφωμένοι. Γιατροί, δικαστές και έμποροι. Με σπίτια και λεφτά. Και με πολλά άλλα καλά. Τέτοιες αξιώσεις στη φτώχεια δεν τις ήξερε.
Ήθελε μόνο μια γωνιά, ένα ξεροκόμματο, κάποιο ρούχο ανθρώπινο και να πήγαινε σχολειό που το ’χε μόνο ακουστά. Κι ήταν κι αυτό ένα μεγάλο μεράκι. Ήθελε να μάθει να γράφει το όνομά της. Μα η ζωή περνούσε δίπλα της, με τη μορφή της εγκατάλειψης· της ειρωνείας.
Και όμως, την νοστάλγησε ακόμα μια φορά. Εδώ. Ε-τούτη τη στιγμή. Έτρεμε σύγκορμη. Κάτι που πρώτη φορά της τύχαινε στη μικρή της ζωή. Και έκλαιγε. Μόνο έκλαιγε και πονούσε. Και με μιας ήρθε ο καροτσάς στο νου της. Και ο αδερφός της στάθηκε για μια στιγμή μπροστά της σαν φάντασμα. Της άνοιγε την αγκαλιά του και της έδωνε το σημάδι της επιστροφής:
-Μην τα βάζεις στην καρδιά σου…, της λέει η παλιά υπηρέτρια και της χαϊδεύει τα κοντά μαλλιά της. Έτσι ήταν και σε εμένα. Έτσι κάνουν οι αρχοντάδες. Μα θα μάθεις και όλα θα τα ξεχάσεις. Να το θυμάσαι! Δεκατρία χρόνια έχω εδώ. Οι κόποι μου; Μη συζητάς! Λίγες πενταροδεκάρες μου τάξανε και κάτι κουρέλια για πέταμα. Ίσα που έζησα. Κι αυτό μου φτάνει. Τώρα αρχίζει η ζωή για μένα. Όλα αυτά τα χρόνια πέρασαν νεκρά· πεθαμένα σου λέω. Αλλά θα βρεις κι εσύ με το καιρό, μερικά καλά. Όχι εδώ βέβαια. Αλλά να, πόλη είναι, κόσμος πολύς υπάρχει, που ξέρεις, ίσως κάποια στιγμή χαμογελάσει και η δικιά σου μοίρα. Αυτή που τώρα σε έχει ξεχασμένη. Να!..., συνέχισε η παλιά υπηρέτρια σκουπίζοντας με την αντίστροφη της ποδιάς τα μάτια της. Κι ήταν σα να μιλούσε μόνη της:
-Κι εγώ ταλαιπωρήθηκα πολύ. Τώρα αρραβωνιάστηκα. Ένα φτωχό παιδί μου ’δωσε την καρδιά του και δοξάζω το Θεό. Είχα απελπιστεί. Μέσα απ’ εδώ μην καρτεράς τίποτα. Τώρα όμως κάνε υπομονή. Κι εγώ θα περνώ να σε βλέπω.
-Σε φχαριστώ! Είσ' πουλλή καλή, της λέει και σκουπίζει τα δάκρυα. Πέρασαν λίγες βδομάδες και η μικρή Ευγενία προσαρμόστηκε. Ας είναι καλά η παλιά υπηρέτρια που ’χε υπομονή και την έκανε μαγείρισσα άριστη.
Αγκαλιαστήκανε σφιχτά κάμποσες στιγμές. Χαμογελούσαν κι οι δυο και μοιάζανε σαν φωτοστέφανοι άγγελοι. Δε λέγανε τίποτα· μόνο οι καρδιές τους ακούγονταν. Κάπως ακατάστατα. Και μια μικρή ταραχή ήρθε στα πρόσωπα:
-Στο καλό να πας και καλά στέφανα! Μόνο μη με ξεχάσεις. Θέλω κάλεσμα!.
-Μα και βέβαια δε θα το ξεχάσω! Έχεις το λόγο μου, λέει η μεγάλη και φιλιούνται σταυρωτά σαν αδερφές.
Την πήγε ως την σιδερένια πόρτα. Τους αρχοντάδες τους είχε πει από χτες το «αντίο». Και ένα μεγάλο ευχαριστώ για τη μεγάλη φιλοξενία.
-Κάναμε ένα μεγάλο καλό, της απάντησε η κυρία με την πάντα ψυχρή φωνή της. Ό, τι χρειαστείς είμαστε εδώ, και της έδωσε το χέρι.
Στάθηκαν λίγες ακόμα στιγμές στην πόρτα. Στο βάθος του σπιτιού κι επάνω στο μπαλκόνι ήταν το παρατηρητήριο της κυρίας. Κοιτούσε τόσο κακόχεντρα, που πειράχτηκαν κι οι δυο:
Άντες το λοιπόν, να πας στο καλό! Ξαναφιλιούνται ακόμα μια φορά και η Ελένη, η παλιά υπηρέτρια, χάθηκε με το μπόγο της, στη στροφή του δρόμου. Και τα περιστέρια, εκείνα που είχε φανταστή η Ευγενία, χάθηκαν όπως ήρθαν. Μόνο εκείνα στην πόρτα έμειναν καρφωμένα. Μ’ ένα χρυσό χαμόγελο στα ράμφη τους τα ανοιχτά. Τα ’ριξε μια ματιά η Ευγενία με στοχασμό και λύπη και ψιθύρισε:
-Κι εσάς εγώ θα σας δώσω ζωή!
Τα άγγιξε λίγο με το ακροδάχτυλό της, σκούμπωσε τα μανίκια της, και χάθηκε στη μεγάλη αυλή, αδιαφορώντας το ψυχρό παρατηρητήριο που ’χε ξεχαντρωθεί.
Ακολούθησε κατά γράμμα η Ευγενία τη συνταγή της Ελένης και τη δικαίωσε. Περνούσαν οι μέρες. Άλλαζαν τα χρόνια και χάριζαν στην Ευγενία μια σπάνια ομορφιά. Απόχτησε και φίλες και μεγάλωνε η ανησυχία της κυρίας:
-Να προσέχεις τις κακές παρέες, ήταν οι συχνές «συμβουλές» της αφεντικίνας. Είσαι καλό κορίτσι, πρόσεξε, της είπε μια μέρα από το μπαλκόνι όταν η Ευγενία γύριζε από κά-ποια ψώνια.
-Μη στεναχωριέστε, καλή κυρία! Έχω το νου μου, απάντα-γε κι η Ευγενία με κάποια δόση ειρωνείας κλείνοντας την πόρτα πίσω της σιγά. Και χάιδεψε με το ακροδάχτυλό της τα χρυσά περιστέρια. Το ’χε πια, πάρει συνήθειο.
Και άρχισε η Ευγενία να ψάχνει να ’βρει δουλειά. Οι φίλες της θα την παίρνανε μαζί. Και χαίρονταν η Ευγενία ακόμη πιο πολύ. Και άρχισε να νιώθει πως έβγαζε φτερά. Κάτι που έμοιαζε πως καταδέχτηκε η μοίρα της, λίγο να ασχοληθεί μαζί της, χαρίζοντάς της το κλειδί να ξεκλειδώσει την κλεισμένη της καρδιά. Οι φίλες της το θέλανε πολύ. Η Αθηνά και η Μαρίνα. Αρραβωνιασμένες κι αυτές.
Νέος γαμπρός αγάπησε την Ευγενία και ζήτησε αρραβώνα. Κάτι που ήταν αναπάντεχο ή ήρθε απ’ τον ουρανό.
Και πολύ ακριβό. Η κυρά της δε μπόρεσε να το χωνέψει. Που να ’βρει τέτοιο κελεπούρι. Και της ήρθε ταμπλάς:
-Εύχομαι να προκόψεις. Και ποτέ να μη μετανιώσεις. Αν ποτέ μας χρειαστείς, είμαστε εδώ. Πέρνα κάποια μέρα να σου
δώσω τους κόπους σου. Να πληρωθείς.
-Ας είσθε καλά, κυρία. Δεν πειράζει και σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη μεγάλη φιλοξενία. Κι αν...,εδώ στάθηκε λίγο η Ευγενία, μα σα να μετάνιωσε συνέχισε, και αν εσείς ποτέ με χρειαστείτε, δεν έχετε παρά να μου το πείτε!.
Έτσι απάντησε η «τροχισμένη γλώσσα» της Ευγενίας... στην ευγενή κυρία. Στάθηκε λίγες στιγμές στην σιδερέ-νια πόρτα κοιτώντας τα πουλιά. Τα χάιδεψε με τα δυο της τα χέρια και τα ’δωσε ευχές:
-Εσείς είστε αγνά! Και μείνετε αγνά. Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα απ’ την αγάπη και την αρετή. Το έμαθα από εσάς. Κι ας είσαστε μουγκά. Υπάρχουν άνθρωποι που ξέρουν και μιλούν. Δεν ξέρουν ν’ αγαπούν. Μήτε ρωτούν. Μήτε πονούν. Πάρτε από μένα τα φτερά· πετάξετε ψηλά. Γίνεται λεύτερα! Όπως απ’ τη φύση έχει ταχτεί.
Έμεινε λίγες στιγμές σαν απολιθωμένη. Κοίταζε τα πουλιά. Και από κίτρινα καθώς ήτανε, γίνανε κατάλευκα. Κούνησαν τα φτερά και πέταξαν ψηλά.
Σκούπισε ένα δάκρυ· ξεχασμένο. Κάτι απ’ την ίδια της ζωή, άφηνε εκεί. Αναστέναξε και σκούπισε το άλλο δάκρυ της. Σήκωσε το μπογαλάκι της και ξεκίνησε. Αφήνοντας στη σιδερένια πόρτα, ένα μεγάλο βάρος.Και μια μεγάλη ευχή:
-Ποτέ μια ορφανή! Ποτέ, καμιά φορά, κοπέλα απροστά-τευτη σε τούτη την αυλή!
Και στο παρατηρητήριο δεν ήταν κανείς. Η μεγάλη πίεση της σκλαβιάς ράγισε. Και αρχινά να σπάζει και να βουλιάζει. Η αυλή, το πλυσταριό, το αρχοντόσπιτο και οι άνθρωποί του μαζί. Σα να ήταν χάρτινος πύργος. Γυάλινος κόσμος δίχως ψυχή. Σα να ήταν κατάρα που άφησε η ορφανή. Και να βουλιάζουν, να βουλιάζουν στα δικά τους αφύσικα σκοτάδια που φτιάξανε. Μέχρι που χάθηκαν.
Τα είδε όλα αυτά η Ευγενία με τα μάτια της ψυχής της. Άφησε ένα χαμόγελο· ειρωνικό και ψυχρό αυτή τη φορά. Κοντράροντας την ίδια ειρωνεία.
Αγκάλιασε τον πλατύ δρόμο. Κι εκείνος την απορρόφησε, χαρίζοντάς τη την λευτεριά!

Μου αρέσει!
Σχολιάστε
Σχόλια

Κατερίνα Σταματίου-Παπ Μου θύμισες κάτι. Δεν το διαβάζω όλο τώρα, γιατί θα ξημερώσω μαζί σου, κι είναι άδικο για τους άλλους. Το παίρνω όμως... Ναι; Επιτρέπεις, φαντάζομαι!
Διαχείριση



***

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου