***
***
Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Έτος ιδρύσεως 2002 - Έδρα: Furth Γερμανία
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ
Αθήνα, Ιούλιος 2017
***
***
Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Έτος ιδρύσεως 2002 - Έδρα: Furth Γερμανία
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ
Αθήνα, Ιούλιος 2017
***
Συνοδινός Μάρκος, Ελλάδα
Ο Μ.
Συνοδινός γεννήθηκε στην Αμοργό των Κυκλάδων, από πατέρα καραβοκύρη και
στιχουργό, παππού επίσης καραβοκύρη, ριμαδόρο, ζωγράφο και μελετητή της αρετής και
των ηθικών αξιών και μητέρα μαία. Εκείνη, έφυγε γρήγορα στον Β' Παγκόσμιο
Πόλεμο και μετά κι ο καπετάνιος πατέρας του, κάτι που του τσάκισε τα φτερά.
Μπρος του ο πόλεμος με τα γεγονότα του, ότι πιο φρικιαστικό για τα παιδικά
μάτια, και η ανάγκη επιβίωσης. Άφησε στην άκρη το πρόγραμμα για μεγάλες σπουδές
και γεννημένος σιμά στο κύμα, τη μεγάλη αγάπη της ζωής του, γίνηκε μηχανικός
του Εμπορικού Ναυτικού, τότε που η Ελληνική Ναυτιλία αριθμούσε περισσότερα από
4.000 χιλιάδες βαπόρια και αυλακώνανε τους θαλάσσιους δρόμους. Αφού ταξίδεψε
δέκα οχτώ χρόνια ένιωσε την ανάγκη να βρεθεί κοντά στην οικογένεια του και να
ασχοληθεί με την παρακολούθηση των πλοίων για 24 χρόνια, ταξιδεύοντας ανά τον
κόσμο. Πολυταξιδευτής σε ολόκληρο σχεδόν τον Πλανήτη επί δέκα οχτώ συναπτά έτη
ως αξιωματικός-μηχανικός του Ε.Ν., γνώρισε λαούς και πολιτισμούς, αφουγκράστηκε
τις αδυναμίες και τα προτερήματα τους και τα ενσωμάτωσε στον ψυχικό του κόσμο.
m.d.synodinos@windowslive.com
Συνοδινός
Μάρκος, 17ης Νοεμβρίου, 60
Άλιμος-17455
«Τάδε Λέγει Κύριος»
Απόσπασμα
από Ανέκδοτο έργο
... Ο
κόσμος θύμωσε πολύ μέσα στον εαυτό του,
τον
άλλαξαν οι πόλεμοι, η βία κι η κακία.
Ψάχνει
να βρει διέξοδο, μα και το ριζικό του
τον
κύκλωσε τον προχωρεί μέσα στην κακουχία.
Κι
αναδιπλώνει τις πτυχές, με νέες δοξασίες
να
ζωντανέψει το τρανό του νου ξεριζωτήρι
κανένας
να μην σκέπτεται αλλά στις δυστυχίες
να
τρεχαλίζουν συνεχώς, γι’ άγνωστο κοιμητήρι.
Πάνω
ψηλά στα σύννεφα, άνθρωποι ταξιδεύουν
ψάχνοντας
και τα άγνωστα να τα ποδοπατήσουν
θωρούνε
βλέπουν γύρω τους γυρεύουν ν’ ανταμώσουν
ποιο
είναι πιο χαρόντυτο βήμα στο πεπρωμένο
που
θα γυρίσει τον τροχό άνθρωποι να οργώσουν
την
κουρασμένη μάνα μας και να την καψαλιάσουν
αφού
σ’ αυτή γεννήθηκαν δεν βλέπουν αδικία
να
της τρυπούνε σάρκα της να την ανατινάζουν.
Άκουσε
κοίταξε ψηλά του στοχαστή φωνάζει,
μην
βλέπεις τα γυρίσματα στ’ ανθρώπου ριζοβάτι
τ’
αστέρια παρατήρησε, πως ουρανός κοιτάζει
και
θέλει αναγνώριση, στ’ άγια δικά του πλάτη
κει
που γεννιέται άγνωστη αόρατη στοχάστρα
η
μάνα κάθε στοχασμού, να γίνει ζήσης χνάρι
να
περπατήσουν ζωντανά κορμιά ξανανιωμένα
λουλούδια
να ανθίσουνε η γη να πρασινίσει
δέντρα
ψηλά να σηκωθούν, στον ήλιο στον αέρα
σύννεφα
άσπρα κόκκινα, σταχτιά και μαυρισμένα
να
περπατήσουν γρήγορα στ’ ανέμου γρηγοράδα
να
ξεπεράσουνε ξυστά κάθε βουνού κορφή του
και
πάνω απ’ τα κύματα καράβια με ορμή του.
Άκουσε
κείνη τη βοή το σφύριγμα τ’ αγέρα
που κάνει και την γρήγορη δείχνει
τρανή σοφία
π’ ακολουθεί διαβαίνοντας και
τρέχει ν’ ανταμώσει
το μέρος που βροχόνερο ποτάμια θα
κυλήσει
τα χαμηλά τα σύννεφα που ’γιναν
περιστέρια
χειμώνα το προάγγελμα , σ’ άνοιξης
ανωφέρια.
Γύρισε πέρα στοχαστή, κοίταξε την
μαγεία
του φεγγαριού την ήρεμη και απαλή
του όψη.
Δεν μοιάζει απλησίαστο γιατί θεού
νυχτέρια
κάνει στο κάθε ζωντανό, ακόμα και
τ’ αλώνια
που αλωνίζουν τα σπαρτά φεγγάρι
αναμένουν
να πει πως ήρθε η αυγή μέρα
ηλιογεμάτη
το χνώτο της ανατολής το θείο
ξαστεράτο
του ουρανόβατη θεού που ξημερώνει
ημέρα
και ζούνε όλα την χαρά και ψάχνουν
τον αγέρα
μες το κατακαλόκαιρο να
δροσιστούνε λίγο
γιατί ακτίνες φτάνοντας ζεστές κι
εξαγνισμένες
για να μεστώσουν τους καρπούς που
θα ξαναφυτρώσουν
τους αφαιρούνε την δροσιά και τα
πουλιά στα κλώνια
φωνάζουνε και τραγουδούν και το
θεό ρωτούνε
αν είναι για να ζήσουνε να
ευχαριστηθούνε.
Ο πλάστης που παντού θωρεί νύχτα
και την ημέρα
κι ανακυκλώνει τη ζωή ακούει κάθε
ήχο
πτηνού κι ανθρώπινης λαλιάς,
προβάτου ή αλόγου
κάθε ζωής που βρίσκεται πάνω στης
γης τη ράχη
που ήτανε παράδεισος και γέμισε
φαρμάκι.
Μοιρολογούνε καημούς άνθρωποι
κουρασμένοι
πάνω κοιτάζουνε ψηλά κάποιος να
τους ακούσει
ο ουρανός ανέγγιχτος, τους απαντά
διωγμένοι
είστε από το νόμο σας ποιος να σας
φωτολούσει;
Δεν το θωρούνε το κακό και για
καλό το πιάνουν
κι αναρωτιούνται ύστερα πώς γίνηκε
το λάθος;
τι να φωνάζει άνθρωπος εμπρός για
καλοσύνη
αφού τον φτάνει το κακό και του
τραβά τα χέρια
για να τον πάρει μακριά από το
λογικό του
μήπως και γίνει πλούσιος με
αρχοντιά και ταίρια
εύρη μεγάλα στη ζωή και γνώση του
απλώσει
να φέρει δόξα και τιμές για να τον
στεφανώσει;
Κι αν τρέχει η γη το δυνατό στρατί
στη δύναμη της
μοιάζει κι αυτή πρωτόμανα με τα
πολλά παιδιά της
που την αφήσαν μοναχή κανείς δεν
την θυμάται
για μάνα και για ουρανού, αστέρι
σ’ άλλη φέξη
να τριγυρίζει μοναχή να βρει τον
εαυτό της
ν’ ανακυκλώνει τη ζωή στο δυνατό
της νόμο
κείνο που πιάνει σαν θωρεί με
μητρικό της πόνο.
Γιατί η ζήση καίγεται από ανθρώπου
χέρι
καθώς διαβαίνει μοναχός σίδερα
φορτωμένος
κάπου το λάθος φύτρωσε και φονικό
καρτέρι
ο δαίμονας του έστησε κι έγινε
γελασμένος.
Γέμισε κάθε γης γωνιά με όπλα κι
αρχηγούς
κάθονται και παρατηρούν την
ορισμένη μέρα
που θα γινεί η σύγκρουση η γης να
γίνει στάχτη
από το πιο ψηλό βουνό ως τις
γωνιές που κύμα
σκάζει στο πέρα τ’ αντικρύ, βουνού
το απομάκρι
ακρωτηριού το μπάσιμο στης
θάλασσας το πλάτος
εκεί που παίζει ο αφρός γαλάζιος
κι ασπροσάτος.
Τα μάτια πάνω στοχαστή μην ριζικά
σιμώνεις
είναι κατάρα φοβερή τον καημό να
βλέπεις
που έχουν στήσει στους λαούς θεό
να μην γνωρίσουν
αλλά να λένε λευτεριά εκρηκτικό
στην λέξη
κείνο που σαν σου συζητεί φωνάζει
φοβερίζει
για να σου πει πως λεύτερος είναι
στον εαυτό του
τον δυνατό πολεμιστή που διώχνει
άνθρωπο του.
Τα μάτια πάνω στο θεό που ουρανό
γυρίζει
σε κάποιο άπειρο στρατί άγνωστο
στον καθένα.
βλέπε τον ήλιο στα ψηλά αγάπα την
σελήνη
άκου τι λένε ομορφιά στης νύχτας
την ειρήνη.
Και γύρισε να βρεις καλό σε
γιγαντένιο πλάτος
το αστερόφωτο τρανό του ουρανού το
βάτι
εκεί θα νιώσεις πως θεός βρίσκεται
δίχως πάθος
αφού τ’ αστέρια φέγγουνε και στο
φονιά ακόμα
που σκότωσε τη μάνα του για να
γινεί φευγάτης
σαν του πε γιε μου πρόσεχε απ’ του
κακού το χέρι
που σαν σε πιάσει σε τραβά στο
δυνατό καρτέρι.
Πρόσεξε πέρα στοχαστή την πλάση
που πηγάζει
της σκέψης άγιο καθαρό νερό πηγής
δροσάτο
να ξεδιψάσεις την ψυχή να βρεις
που φως συνάζει
του νου το αναμάρτητο γνώρισμα το
γεμάτο
με χίλια δυο μηνύματα που σκέψη
τρεχαλίζουν
να φτάσει πέρα στα ψηλά να βρει το
αναγάλλιο
κείνο που φέρνει ο θεός σ’
ανθρώπου παρακάλιο.
Τα μάτια πέρα μακριά στο απαλό
φεγγάρι
γύρισε παρατήρησε, μάτια σου θα
γεμίσουν
από γαλήνη κι ομορφιά που ουρανού
η χάρη
θα σου προσφέρει με χαρά ψυχή σου
να στολίσουν
να βγάλει μαύρα ρούχα της και να
ντυθεί με άσπρα
σαν περιστέρι κάτασπρο που σκίζει
τον αέρα
και τρέχει πέρα μακριά, την πλάση
την πηγάστρα
θωρώντας απ’ το πέλαγος του
ουρανού το πέρα.
Ήλιος γυρίζει κι η αυγή ροδίζει
χρυσαλίζει
η μέρα φέρνει σύνεση κι η νύχτα
αναγάλλιο
οι άνθρωποι βαδίζουνε σε χίλια
σταυροδρόμια
ψάχνουν να βρουν διέξοδο μέσα στο
χιλιοβάτι
νομίζοντας πως έρχεται η τύχη που μαντήλι
δένει σφιχτά τα μάτια της και
βρίσκει το διαβάτη
που θα τον κάνει βασιλιά ή πλούτου
μεγιστάνα
μα όποιος δεν εννόησε πως είναι
ακροβάτι
ψηλά στο τείχος ρεματιάς, σε
τέτοια να κοιτάζεις
στο τέλος λέει έλαθα, θεέ μου μια
βοήθεια
ζητώ από την χάρη σου δική σου
μιαν αλήθεια.
Κοίταξε Μούσα στοχαστής και κάνει
παρακάλιο.
ω, μάνα που με γέννησες μέσα στην
ομορφιά σου
γυρεύω να βρω την χαρά μα βγαίνω
γελασμένος
και δεν θωρώ ούτε σταυρός τι είναι
σαν φορτίο,
αφού πολλοί αρνητιστές, τριγύρω
συζητούνε
και δεν προσέχουν γνώση σου, μα
μου εξιστορούνε
πάμπολλα διηγήματα σ’ ανθρώπου
σταυροδρόμια
κείνα που ’μαθαν άρρωστο στης
ανομίας βήμα
καθώς βαδίσαν μακριά από το λογικό
τους
ξεμάκρυναν και βρέθηκαν σε άλλα
μονοπάτια
να βρούνε άγνωστο στρατί τα χέρια
τους να πιάσουν
τα πιο βαριά τα ριζικά, πολέμους
να ετοιμάσουν.
Άνοιξε βρύσης σου νερό κόρη να
ξαποστάσει
να βρω βαθύ σου στεναγμό στα μέτρα
της ψυχής μου
να ’ρθουν εμπρός μου ουρανοί της
ομορφιάς η γνώση
να μεγαλώσει η χαρά να γίνουν
ριζωτήρια
τα πολυτάλαντα χαράς βήματα
σταυρωμένου
του πιο μεγάλου δάσκαλου η
φωτισμένη χείρα
που υψωμένη στο θεό τους άγνωστους
καλούσε
με χίλια δυο παραβολής, μεγάλα κι
απλωμένα
αθώα του διδάγματα, απρόσιτης
γαλήνης
κείνης που φέγγει όμορφα, τα λόγια
της ειρήνης.
Και προσκαλούσε λέγοντας κανένα
για εχθρό σας
να μην θωρείτε πλάι σας με μίσος
και κακία
είναι η θωριά σας άσχημη μαύρο το
ριζικό σας
αν έτσι το πιστεύετε μέσα στην
δυστυχία
γιατί ναι μίσος άσχημο κι ανθρώπου
πεπρωμένο
γέρνει μπροστά στο μνήμα του με
χίλια λοξοδρόμια
τον τρέχει πέρα μακριά για να βρει
το γραμμένο
της τύχης συναπάντημα με τα μεγάλα
αλώνια.
Σκυφτός βαδίζει στο ραβδί και
βλέπει πως χαμένος
βγήκε στο τέλος άτυχος ο
πικραμένος τώρα,
τότε θωρούσε όνειρα κι έφευγε
γελασμένος
καθώς τον τρέχαν στοχασμοί του
φώναζαν προχώρα.
Όλοι θωρούνε δυνατό το ριζικό που
τρέχει
και γίνεται ανίκητο σ’ ανθρώπου
σταυροδρόμι
όμως κανείς δεν σκέφθηκε σκέψη του
τι κατέχει
για δυνατό και κεντρικό βήμα με
νου την ρώμη.
Αντιθωρούνε βιαστικά τ’ άστρα που
νύχτα βγαίνουν
και το φεγγάρι που θωρεί όλα της
γης τα πλάτη
δεν θέλουν να συλλογιστούν όλα για
πού οδεύουν
αφού δεν φαίνεται θεός στου
ουρανού το βάτι.
Τρέχουν και τύχη κυνηγούν να
δημιουργηθούνε
τα μανιτάρια δεν θωρούν πως καίνε
τον αέρα.
Λερώνεται ο ουρανός οι εποχές
αλλάζουν
έρχεται χαροκόπικο άγνωστο
μονοπάτι
αν ο καθένας δεν κοιτά πως ουρανού
η όψη
πάντα θωρεί απέραντη κάποιου κακού
την κόψη.
Ποιος είναι που πισώπλατα μας
μπήγει το μαχαίρι,
ο διχασμός που έχουμε ή του κακού
το χέρι;
Όμορφη Μούσα που κρατείς άνοιξης
ανεμώνα
και τρεχαλίζεις στο χαρτί με
γνώσης σου το βήμα
γύρισε δες πως κάποτε οι άνθρωποι
χειμώνα
θα κάνουνε αιώνιο, στου ριζικού το
κρίμα.
Και θα θολώσει ο ουρανός η γη θ’
αλλάξει δέση
αφού συχνά κλονίζεται από τα’ ανθρώπου
χέρι
δεν είναι πέρα μακριά, ο χρόνος
έχει θέση
και βλέπει πως πλησίασε το φονικό
καρτέρι.
Αντιβοούν πελώριες εκρήξεις στον
αέρα
και βλέπουν υπερήφανοι πως νικητές
θα γίνουν
μα ουρανός που σκιάχτηκε αρρώστια
χαμηλώνει
και έρχονται τα βάσανα κι ο
άνθρωπος παγώνει.
Νύχτα στα βάθη στοχασμών και μαύρα
ριζωτήρια
ανοίγουνε κλωνάρια τους θάνατο να
φορτώσουν
οι άνθρωποι μονάχιασαν χάνουν τον
εαυτό τους
ψάχνουν να βρουν δικαίωμα να
στοχαστούν λιγάκι
μα φεύγει πρώτος λογισμός στο πέρα
μακρυσμένος
σκέψεις φορτώνουν το μυαλό
τριτόβγαλτες και ξένες
ο κάθε ένας δεν γροικά πως μακριά
φερμένος
γίνηκε μες την ζήση του και είναι
λυπημένος.
Άχνα δεν έβγαλε αυτή στου στοχαστή
τα λόγια
περίμενε κοιτάζοντας του ουρανού
την άκρη
κείνος κοιτάζει την θεά της λέει
μοιρολόγια
μάνα σου λέω δεν μ’ ακούς είμαι
στο απομάκρι
γύρισε φέξε μου να δω της άγιας
της μορφής σου
το δυνατό στοχαστικό που άνδρα
δυναμώνει
είμαι καλός καλότυχος γυρεύω της
ευχής σου
να βρω το νυχτοδιάβατο, που τον
θεό σιμώνει.
Όταν το λένε στοχαστές αλήθειας
νέο βήμα
να το προσέχεις πάντοτε μοιάζει
ξεριζωμένο
γιατί διαβάτης που θωρεί τέτοιο
του κόσμου κρίμα
φορτώνεται κι η σκέψη του μπρος το
δυστυχισμένο.
κι άνθρωπος που σου ζήτησε για να
σου ξαστερώσει
το γρήγορο του γράψιμο στης λύρας
το τραγούδι
έχει λευκόντυτη ψυχή και πρέπει να
το νιώσεις
ότι στα μάτια σου ζητεί της
ομορφιάς λουλούδι.
Μα σαν σε βλέπω όμορφη αγέρωχη
στοχάστρα
να με κοιτάζεις δίχως μια, λέξη
σου να ακούσω
γίνομαι νυχτοδιάβατος ουράνιά μου
πλάστρα
που δεν μπορώ να στοχαστώ, ψυχή
μου φως να λούσω.
Η Μούσα τότε στράφηκε στον
στοχαστή και λέει,
πηγή ζητείς να σου βρεθεί νερό να
αναβλύσει
εγώ σου φέρνω την χαρά, αφού ψυχή
σου κλαίει
να φέξει σου το πρόσωπο και του
μυαλού σου κρίση.
γιατί η νύχτα της ψυχής είναι κυματοβάτι
π’ ανεβοκατεβάσματα φέρνει με
στεναχώρια
ο άνθρωπος νυχτώνεται μπρος του
θεού το μάτι
και βλέπει δεισιδαίμονα και πέρα
ανημπόρια.
Η νύχτα γέρνει το στρατί και το
φεγγάρι βγαίνει
στου ουρανού τον απλωτό χώρο να
τρεχαλίσει
γαλήνη να ’ρθει στην ψυχή ανθρώπου
που πηγαίνει
τον ήρεμο περίπατο να βρει μυαλού
την κρίση
συ στοχαστή που μου ζητείς σκέψη
να σου λαμπρύνω
έλα κοντά μου σίμωσε να σου
κρυφομιλήσω
να σου γνωρίσω ποιον θωρείς και η
ψυχή σου κλαίει
τι βλέπεις τι αναζητείς με πόνου
παρακάλιο
παιδί μικρό σαν σκιάχθηκες στο
λίκνο λογισμού σου
γίνηκες λίγο άρρωστος θωρώντας
θάνατό σου
έμαθες από τους πολλούς ο άνθρωπος
τι λέει
όταν πολλοί τον απωθούν και στη
φουρτούνα πλέει.
Είσαι λιγάκι ευτυχής από το λογικό
σου
γιατί θωρεί απέναντι πελάγου άσπρη
ράχη
μέσα στο συχνοδιάβατο θωρείς το
ριζικό σου
πως σου πηγάζει ξεγραμμό
νυχθημερόν με μάχη
κι αντιπαλεύει μέσα σου ο πόνος κι
η συμπόνια
με το κακό που έρχεται ψυχή να σου
λερώσει
όμως εμένα να θωρείς πως διώχνω
καταφρόνια
και σου πηγάζει ξαστεριά ψυχή σου
να μερώσει.
Άνοιξε μάτια πρόσεξε ποιος είναι
εαυτός σου
που σε θωρεί ατάραχος με μάτι
στραφτεράτο
μην το φοβάσαι το κακό ο ποιητής
γερμένος
δεν είναι παρά μια στιγμή απάνω
στο ραβδί του
κάθεται βαθυστόχαστα τον ουρανό
κοιτάζει
θωρεί το διπλοσκιάξιμο της
λευτεριάς το μαύρο
οπού την αποδιώχνουνε κι ο
άνθρωπος στενάζει
μέσα στα σταυροδρόμια του
κατανοώντας χνώτο
θανάτου περιδιάβατα και
ριζογεννημένα
από τα νύχια του κακού τα
πολυγνωρισμένα.
Εσύ 'σαι νους σου και ψυχής
έκφραση και θεότης
μην λάθεις και ζαλίζεσαι σαν
χωρικός στην πόλη
την συχνοδιαβατάρικη εκεί που
ωραιότης
πολιτισμού νομίζεται στο ξένο
περιβόλι.
Μην με κοιτάζεις κι απορείς
διαβάτη της αλήθειας
να σε γνωρίσω μου ζητείς με
ουρανού την δόξα
μα στοχαστή μου άκουσε σαν θες
προσμετρητάρι
να σου δωρίσω καθαρού του λογισμού
την γλώσσα.
Πάρε μολύβι και χαρτί να γράφεις
ριζωτήρια
κείνα που πλέκουνε πλατιά και
γραφικά τα λόγια
σαν θα ανοίξει η πηγή και βγάλει
χίλια μύρια
άγνωστα διηγήματα και λύρας
δοξαστήρια
που διηγούνται ουρανού την όμορφη
την χάρη
και πλέκουνε περήφανο ψηλό
προσκυνητάρι…
Ιανουάριος 31/2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου