***
***
Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Έτος ιδρύσεως 2002 - Έδρα: Furth Γερμανία
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ
Αθήνα, Ιούλιος 2017
***
***
Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Έτος ιδρύσεως 2002 - Έδρα: Furth Γερμανία
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ
Αθήνα, Ιούλιος 2017
***
Στεργιόπουλος Ηλίας, Ελλάδα
Ο
Ηλίας Στεργιόπουλος γεννήθηκε στο Γοργογύρι Τρικάλων. Κατοικεί ση Φήκη
Τρικάλων. Έχει απολυτήριο της Γεωργικής Σχολής του Ορφανοτροφείου Πτολεμαΐδας.
Στη ζωή του απασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα και χρόνια τώρα είναι βιοτέχνης.
Εκδόθηκαν τέσσερα έργα του: «Πετρώνουν τα δάκρυά μας;» και «Έλα να μου κλείσεις
τα μάτια», από τις εκδόσεις ΖΗΤΗ. «Μισή αλήθεια» και «Προσωπικές μνήμες»
εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ. Υπό έκδοση το βιβλίο του «Οι σκέψεις μου».
Έργα
του ιδίου:
Πετρώνουν
τα δάκρυά μας;
Μισή
αλήθεια
Προσωπικές
μνήμες
Υπό
έκδοση:
Οι σκέψεις
μου. Διηγήματα
hste60@otenet.gr
Φήκη.
Τ Κ, 42100. Τρικαλα.
«Έλα να
μου κλείσεις τα μάτια!»
(Απόσπασμα)
Η
μάνα της Καλλίνας, η Δοξούλα, ανησυχούσε μήπως πήγαινε κάτι στραβά. Είχε δώσει
τη συγκατάθεσή της να πάει η κόρη της στο χορό με τον καλό της. Μάλιστα τον
είχε γνωρίσει πριν από καιρό στο ζαχαροπλαστείο του Κωστή κι έμεινε κατάπληκτη
απ’ αυτόν τον άγγελο-άνθρωπο. Επίσης δεν ήθελε το μονάκριβο παιδί της να
παντρευτεί από προξενιό. Το έζησε, το γεύτηκε το ανάλατο αγκάλιασμα. Άκουγε που
λέγανε για το μέλι των ερωτευμένων, πώς χτυπά η καρδιά τους, πώς νιώθουν το
ηδονικό ρίγος στο σώμα και ότι τα φιλιά στο στόμα και σ’ όλο το κορμί δε χορταίνονται.
Έτσι
λοιπόν, απ’ την προηγούμενη μέρα, μαζί με την Καλλίνα, ετοίμαζαν τις φορεσιές
των εσωρούχων: δύο στηθόδεσμοι σε μαύρο και ροζ χρώμα, δύο κιλότες κοντές, πολύ
πιο πάνω απ’ το γόνατο, στα ίδια χρώματα ζαρτιέρες μαύρες και κόκκινες. Επίσης
δύο κομπινεζόν από χασεδάκι ύφασμα κοφτό και σταυροβελονιά, κεντημένες με χρυσή
κλωστή απ’ τα χέρια της Δοξούλας. Δύο νυχτικά που άφηναν τους ώμους έξω,
ανοιχτά στο ντεκολτέ, που έδεναν με μπλε μεταξωτή κορδέλα στη μέση και
καινούργια μποτάκια λουστρίνι με κορδόνια.
Επίσης
με πολύ υπομονή οι δύο τους ασχολήθηκαν και με το φόρεμα. Αφού πρόβαρε η
Καλλίνα τρία, τέσσερα, κατέληξαν στο μαύρο βελούδο, με τετράγωνο ντεκολτέ, ως
τη μέση εφαρμοστό, που της προσέδιδε ξεχωριστή χάρη κι έδειχνε το κορμί και το
στήθος της σαν αλαβάστρινο. Απ’ τη μέση και κάτω το φόρεμα άνοιγε σε κλος, τόσο
μακρύ, που άγγιζε σχεδόν το μωσαϊκό.
Τα
μαλλιά θα τα 'φτιαχνε χοντρές στριφτές μπούκλες στη θεία της, για να μην
υποψιαστεί ο πατέρας της βλέποντας την κόμμωση. Το απογευματάκι, φορώντας ρούχα
καθημερινά και με δύο βιβλία στη μασχάλη, θα ξεκινούσε. Όλη αυτή την ετοιμασία την έκανε με τη
μάνα της το πρωινό της ίδιας μέρας. Η αγωνία της Καλλίνας και το καρδιοχτύπι
που ένιωθε στο στήθος της στιγμές-στιγμές ήταν έντονα. Κάτι σαν γρήγορο
φτερούγισμα. Το είπε στη μάνα της κι εκείνη χαμογέλασε συγκαταβατικά.
- Έλα, κόρη μου, απ’ τη χαρά σου
είναι! Δεν είναι τίποτα.
Ο Μανόλης, προχωρημένο μεσημέρι,
άνοιξε με τα κλειδιά του την εξώπορτα και με μια μπουκάλα κόκκινο κρασί στον
κόρφο, τον άκουσαν να φωνάζει:
- Γεια σας! Γεια σας! Τι καλό φαΐ
μας έχεις σήμερα Δοξούλα;
Κι ακούμπησε το πόδι του στην
καρέκλα, για να λύσει τα κορδόνια του. Τον πρόλαβε η Καλλίνα και του έβγαλε τα
παπούτσια. Πήρε το σακάκι του και το κρέμασε στον καλόγερο.
- Σήμερα, Μανόλη μου, σου 'χω
γαλέο τηγανητό, παντζάρια και σκορδαλιά, είπε η Δοξούλα, σκουπίζοντας τα
βρεγμένα χέρια στην ποδιά της.
- Φιλοσοφάκι μου, τι κάνεις; Να
ξεκουράζεσαι και μετά να διαβάζεις πάλι, είπε στην κόρη του παραινετικά. Α,
απόψε θα είσαι και νοσοκόμα της θείας σου!
- Ξέρουμε, πατέρα. Πέρασε για λίγο
και μας είπε η καημένη πως δεν είναι καλά· με παρακάλεσε, αν μπορώ, να πάω το
βράδυ να της κάνω συντροφιά, αν το επιτρέπεις.
- Να πας. Πάρε και κάνα βιβλίο
μαζί σου, συμφώνησε και στράφηκε στη γυναίκα του.
- Έλα εδώ, βρε Δοξούλα. Εσύ δεν
έλεγες πριν πέντε χρόνια ότι η Αφροδίτη είναι σε… σε… Πώς το λένε; Κλιμακτήριο
κατάσταση; Γι’ αυτό είχε νεύρα και ίδρωνε χειμώνα καιρό. Τι συμβαίνει τώρα;
- Μανόλη μου, έτσι της είπε ο
γιατρός. Καμιά φορά όμως επανέρχεται ο κύκλος της γυναίκας. Τώρα όμως μπορεί να
είναι και κρυωμένη. Θα δούμε.
- Α, βρε γυναίκα, μια φορά το
χρόνο Πασχαλιά, μια φορά το χρόνο κόκκινα αυγά. Δυο φορές πασχαλιά, δυο φορές
κόκκινα αυγά; Αμ, τ’ αυγά θέλουν και μπογιά, δε βάφονται με τις πορδές, όπως
έλεγε η μάνα μου, είπε και γέλασε τρανταχτά.
Η Καλλίνα όλο σφιγγόταν. Οι
παλάμες της ήταν μούσκεμα απ’ την αγωνία. Η συζήτηση αυτή έπρεπε άμεσα να
σταματήσει, γιατί κουβέντα στην κουβέντα ο πατέρας της μπορεί να πονηρευόταν
κάτι.
Το πρωινό αυτής της μέρας ήταν
ηλιόλουστο και ζεστό, σαν Απρίλης μήνας. Όμως το απόγευμα μαύρα σύννεφα
ανάβρυζαν απ’ τον Υμηττό κι έκρυβαν όλο και περισσότερο τον αττικό ουρανό· ένα
βοριαδάκι σε ξύριζε χωρίς σαπουνάδα, αν ξεμυτούσες στη βεράντα.
- Το τραπέζι είναι έτοιμο, φώναξε
απ’ την κουζίνα η Καλλίνα, την ώρα που η μάνα της έβγαζε την τελευταία τηγανιά
γαλέο
Η Καλλίνα βολεύτηκε ανόρεχτα,
παίρνοντας μια πιρουνιά παντζάρια κι ένα κομμάτι γαλέο, χωρίς σκορδαλιά. Έκανε
το σταυρό της κι ευχήθηκε «καλά Χριστούγεννα». Ο πατέρας της δεν παρέλειψε να
κάνει τα σχόλιά του.
- Καλλίνα μου, εσύ τρελαίνεσαι για
σκορδαλιά. Τώρα γιατί δεν τρως;
- Πατέρα μου, σήμερα ανακατεύεται
το στομάχι μου και δε θα φάω, είπε τσιμπώντας το γόνατό της με το χέρι της κάτω
απ’ το τραπέζι για τη γκάφα που έκανε.
- Α, τότε να μην πας στη θεία σου,
αντέδρασε αμέσως εκείνος κι απευθύνθηκε στη μάνα της. Τι λες κι εσύ, κυρά;
Εκείνη πνίγηκε πίνοντας νερό,
εξαιτίας της απρόβλεπτης τροπής που έπαιρναν τα πράγματα, ωστόσο πρόλαβε να
επέμβει η Καλλίνα.
- Πατέρα μου, μην ανησυχείς. Το
βράδυ θα φάω ρύζι λαπά με γιαούρτι και θα περάσει.
- Καλά, όπως νομίζεις. Αλλά μη σας
πάρει το πρωί με τη φλυαρία της θείας σου και τ’ ανέκδοτά της, της συνέστησε.
Σκούπισε το στόμα του με την
πετσέτα και κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο. Μάνα και κόρη, μόλις εκείνος έφυγε
απ’ την τραπεζαρία, κοιτάχτηκαν με νόημα.
- Πω, πω, μανούλα μου! Παρά λίγο
να υποψιαστεί!
Π ο ι
ή μ α τ α «Προσωπικές μνήμες»
«Οι
σκέψεις μου»
Ουρανός
Κλαις
που δεν βλέπεις τον δικό σου ουρανό.
Μα
προτίμησες χρυσό κλουβί με χρυσοσκέπαστη σκεπή…
Τώρα
σπαράζεις, θέλεις λίγο απ’ τον δικό σου ουρανό,
σκάψε
μέσα σου βαθειά κάπου υπάρχει χαραμάδα
στον
ίσκιο της ρωγμής... εκεί που το κυκλάμινο ανθεί.
Ό τ α
ν. . .
Να το
ακούσουν τ’ αστέρια,
όταν
θα τραγουδώ
και
θα εναποθέτω
τους
στίχους στην παλάμη σου...
θα
είναι γιορτή!!!
Σιωπή
μου...
Το
πεφταστέρι μου θρηνεί
δεν
πρόλαβε Κοχύλι μου
ν’
αποθέσει στην ποδιά σου
την
ευχή μου… κι αφήνει μόνο τη σιωπή,
ρώτα
την θα 'χει κάτι να σου πει…
Εγώ
μ’ αυτήν θα ζευγαρωθώ.
Σιωπή
μου κι αγάπη μου εσύ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου