***
***
Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Έτος ιδρύσεως 2002 - Έδρα: Furth Γερμανία
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ
Αθήνα, Ιούλιος 2017
***
Στρατή Γιώτα, Η.Π.Α
Καταγωγή από το Αίγιο. Αδειούχος Καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας. Παντρεύτηκε τον Δημήτρη Στρατή. Ζει στη Νέα Υόρκη από το 1970. Εργάστηκε στο λογιστήριο της Μόμπιλ-Οϊλ, και στον Εθνικό Κήρυκα. Ασχολήθηκε δραστήρια με Ομογενειακούς Συλλόγους παρουσιάζοντας θεατρικά της έργα. Μέλος της Ε.Ε.Λ. Αθηνών, της ΠΕΛ, ΔΕΕΛ, της National League of American Pen Women, Poetry Forum of NY, Shelly Society, etc. Δημιούργησε την Ε. Θεατρικών Συγγραφέων ΝΥ. Έχει γράψει: 13 βιβλία, 28 θεατρικά, ιδιωτικές εκδόσεις και άλλα δημοσιευμένα κείμενα. Πολλά ανέκδοτα, στην Αγγλική.
Έχει πρωτεύσει σε πολλούς διαγωνισμούς σε όλα τα είδη του Λόγου (πρόσφατα στο Σικάγο για βράβευση διηγήματος στη μνήμη Θεανώς Μάργαρη, μέσω του δραστήριου Συλλόγου των Αθηναίων, Ν.Υ. (16 Μαρτίου, 2013) και με συνεργασία Πρεσβείας Ελλάδος, Τμήμα Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Τζόρτζτάουν και την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, ήταν καλεσμένη στο Μπαν Κάλτσουραλ Σέντερ, έδρα Κωνσταντίνου Καβάφη, Πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν, στην Ουάσινγτον. Το δε ποίημα της ακολουθεί.
Έχει τιμηθεί τρεις φορές από τις Προέδρους της Κομητείας Κουήνς της ΝΥ, από δημόσια Σχολεία, από την Ομοσπονδία Ελληνικών Σωματείων, Συλλόγους και άλλους φορείς. Ασχολείται με την «Φωτογραφία και Ποίηση» ως και μοναδικές ηλεκτρονικές «Φωτο-συνθέσεις». Έχει ανέκδοτη εργασία σε όλα τα είδη του Λόγου. Έχει μεταφράσει αρκετούς ξένους ποιητές του Πόετρυ Φόρουμ, σε δίγλωσσες παρουσιάσεις τους.
http://astoriani.blogspot.gr/
yiotas@optonline.net
915 Mirabelle Avenue Westbury, NY, 11590 516- 833 59-42
Αφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη
(29 Απρ. 1863-29 Απριλίου 1933)
Εύγε! Σε σένα που ευλογήθηκες
σκέψεις προκλητικές, κι ορμές απρόσκλητες
να βάζεις σε τάξη, βάλσαμο κερνώντας
μα κι ενόχληση, σε καρδιές ξάγρυπνες.
Η σκληροτράχηλη δύναμη του «Πρέπει»
σε καιρούς υποκριτικά επικίνδυνους,
ήταν αστέρι ευπρέπειας στη θέληση,
κεραυνός ανεπίστρεπτος
στην κρυφή αδυναμία.
Με τον αστερισμό σου, δεν πολυ-ασχοληθήκανε.
Δεν μάθαμε, ως είθισται στους καιρούς μας,
μόνο εκείνος ο του Λέοντος κυριάρχησε
στην εύθραυστη έσω ύπαρξή σου.
Ιχνογράφησες κρουνούς αγάπης,
ενστερνίστηκες αστραπές συχνά ειρωνικές
στη ματιά σου, άφησες ίχνη νέας δομής,
πελώρια, για να συγκρίνουμε τα δικά μας.
Μας κληροδότησες μια γραφή που γνώριζε
τη γεύση της βίας και της θωπείας,
μια ποιητική φωνή Σαπφική, πρωτόλαλη,
που κράτησαν αποκλειστικά οι βοριάδες
για τις ώρες της αφής,
και της αντάρας.
Οι λέξεις σου, διαλεγμένες.
Οι έννοιες, αλυσίδα άσπαστη,
έστω κι αν γεννήθηκαν σε στιγμές χρονοβόρες
ως και ζηλόφθονοι αντίπαλοι καταβρόχθισαν
το μέγα της γραφής σου έργο.
Στης ζωής τον κύκλο τον ατέλειωτο,
εμείς δεν έχουμε παρά ν’ αφιερώσουμε
τις ίμερες αχτίδες του νου μας.
Είναι η δίκαιη αιμοδοσία
στο αστείρευτο δικό σου όραμα,
που αναποδογύριζε προσεκτικά μια ηθική
εύθραυστη,
πασχίζοντας για ελπίδα της Αλήθειας,
για μια πλήρη επικοινωνία,
σε ολοκληρωμένη Κοινωνία,
δίχως ταυτόχρονα να απομακρύνεσαι
από το Αθάνατο Ελληνικό, μεγαλόπνοο Πνεύμα.
Η κ α π έ τ α *
(Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα:
«Η Νύφη της Πανσελήνου»)
Ξεψυχώντας ο Ιούλιος είχε τροχίσει τα δόντια του και τα έμπηγε στη γυμνασμένη σάρκα. Η κεντρική πλατεία της πόλης έβραζε. Η μελίγκρα στ’ αρρωστημένα πορτοκαλόδεντρα και τις απεριποίητες τριανταφυλλιές είχε φουντώσει. Τα μάτια μου αποτύπωναν τις γύρω εικόνες. Τόσο διαφορετικές από εκείνες του τότε.
-Αργεί…, σκέφτηκα. Καλύτερα, να ηρεμήσω...
Το ντύσιμό μου, για την από μένα προμελετημένη συνάντηση, ήταν ένα λευκό ντεπιές κι ένα καπέλο σε ξέχρωμο ροδακινί. Δεκαπέντε χρόνια ήταν πολλά για μια αγάπη που κόπηκε με το μαχαίρι της εγωιστικής αξιοπρέπειας.
Τον είδα. Ερχόταν, με βήματα αργά. Είναι δυνατόν να περπάτησε, μ’ όλη αυτή τη ζέστη; σκέφτηκα. Ναι. Μπορεί, για να μη δώσει υποψίες... Μα …, πώς έχει αλλάξει, Θεούλη μου! Ξεροψημένος, ξερακιανός, μόνο το κάτω χείλι του διατηρούσε την προκλητικότητά του.
-Μοντελάκι είσαι, είπε, δίχως να δώσει το χέρι. Πολύ όμορφη! Λίγο το χαμόγελο. Σύντομη η σιωπή. Πρέπει να είσαι ευτυχισμένη, έτσι; Κοίταξε γύρω και...
-Πού είναι ο άνδρας σου;
Τα μάτια μου έψαχναν ερευνητικά στο βάθος των χρόνων. Να είναι η αντίδραση, ο εγωισμός της ανταρσίας μου στην μη υποχώρηση της τότε στιγμής; Μέσα μου ζητούσα απάντηση, μα εκείνος, έξυπνα, δεν συνέχισε.
-Πήγαν για μπάνιο, είπα. Βγήκα ν' αγοράσω μπαταρία, για τη φωτογραφική μου μηχανή. Τα καταστήματα είναι κλειστά, και είπα να σε ανησυχήσω... Θυμήθηκα ότι εσύ ξέρεις από... μηχανές... και μηχανήματα…
Ήθελα να ξεκαρδιστώ στα γέλια, μα σοβάρεψα!
-Καλά έκανες. Κι εγώ ήθελα κάποτε να σε δω. Εμείς, εδώ, τα ίδια! Έχω αγοράσει κάτι δεντροπερίβολα, αγρότης πλέον, κανονικός. Η … «κοντούλα» μου είχε κάτι δικά της χτήματα,
και δικό της σπίτι…
-Ναι, ναι, την ήξερα. Από το διπλανό χωριό …
Έφτιαξε λίγο την ιδρωμένη καπέτα(κυματιστό τσουλούφι μαλλιών, πάνω από το μέτωπο) από τα αραιά μαλλιά του. Διαπίστωσα ότι ακολούθησε το βλέμμα μου. (Κάποτε περνούσα τα δάχτυλα και του έφτιαχνα στο μέτωπο «στριφτά σαλιγκάρια». Αυτός γελούσε παιδιάστικα κι ας ήταν κάμποσο μεγαλύτερός μου... Τι ανόητοι που είμαστε, τότε, σκέφτηκα).
-Ώστε περιβολάρης, έ! Συνέχισα. Έχεις ξεροψηθεί για καλά. (μα... να έρθει με καρό φθινοπωρινό σακάκι και καφέ πολιέστερ παντελόνι!!! Αυτός!!! Περίεργο!) Περίμενα να χαμογελάσει λίγο, άλλωστε αυτό ήταν κάποτε η γοητεία του...
-Πώς τα περνάτε εκεί, πέραν του Ατλαντικού; Με ρώτησε με λίγη δυσκολία. Άνοιξα την τσάντα. Του έδειξα τ’ αγόρια μου. Εκείνος τις κόρες του...
-Ομορφόπαιδα! Μοιάζουν στον άνδρα σου αλλά και σε σένα.
Χαμογέλασα.
-Και οι δικές σου, συμπλήρωσα άχρωμα.
Σφιγμένα τα χείλη κι από τους δυο μας. Οι λέξεις λες και είχαν εξαφανιστεί. Οι πορτοκαλάδες που μας έφερε το μισοκοιμισμένο γκαρσόνι, δεν πρόφτασαν να ζεσταθούν. Ούτε και η συζήτηση. Η ζέστη είχε πλέον διπλασιαστεί...
-Πρέπει να γυρίσω, είπα κι ανασηκώθηκα. Δεν επέμεινε. Δώσαμε τα χέρια. Χαμογέλασε και... στο στόμα που κάποτε άφηνα τα δειλά φοιτητικά φιλιά μου, δυο δεξιά δόντια έλειπαν!
Ακολούθησε το βλέμμα μου.
-Αύριο, θα πάω στον οδοντίατρο, είπε με φανερή δικαιολογία.
-Αύριο πάμε στο αεροδρόμιο, είπα πετώντας ήδη ξαλαφρωμένη...
« Κ ο ν τ ά »
(απόσπασμα από το Θεατρικό: ΥΣΤΑΤΗ ΘΥΣΙΑ)
«Κοντά» είναι μια λέξη που δεν έχει σύνορα.
«Κοντά» είναι όταν δυο απόδημοι πρωτο-συναντιούνται
και κοιτούν ονειροπαρμένοι, το ίδιο φεγγάρι της πατρίδας.
Όταν νιώθουν την ίδια φλόγα να τους συγκλονίζει!
«Κοντά» είναι όταν με ένα φιλί ακινητείς τον κεραυνό.
Όταν με την τρέλα της πρώτης αγάπης κατορθώνεις
να ηχήσουν του έθνους οι καμπάνες
για να ξυπνήσει η ναρκωμένη απόσταση της συνείδησης!
Όταν φοβάσαι την αγάπη, το μυαλό γίνεται πλαδαρό!
Χάνεις τη σωστή κατεύθυνση. Η τρέλα της πρώτης ματιάς,
γίνεται τόλμη κι αστράφτει στον ήλιο.
Μπορεί την Άγια Γη των προγόνων να την έχεις στερηθεί.
Μπορεί να μη θήλασες το άγιο αίμα της.
Μπορεί να πατιέται κι από άλλα πέλματα,
να οργώνεται από άλλα χέρια για να καρπίσει,
μα εγώ για σένα, για την αγάπη σου, για την αγάπη Της,
κάποια μέρα θα υψώσω αυτό το κορμί και να θυμίσω:
ΠΩΣ είναι να ατενίζεις περήφανα τον ήλιο!.
ΑΥΤΗ η Αγάπη, θα είναι ο δικός μας θησαυρός!
Θα ανήκει ΜΟΝΟ σε μας! Κι ας γεννηθήκαμε αλλού…
Σου ορκίζομαι ότι σε τούτο το στήθος, θα κατοικεί μια
πατρίδα ολόκληρη, με όλη τη δόξα και το μεγαλείο της!
Με όλες τις αδυναμίες και τα ελαττώματά της…
Μα όταν διπλώσω πάνω σου τούτα τα χέρια
που έχουν αγγίξει την αγαπημένη ακτή του Πόντου
και τον αιώνιο Ιωνικό Πολιτισμό,
η αγάπη θα γίνει δέρμα σου. Σώμα σου.
Αν όμως, τούτα τα χέρια τα υψώσω εδώ,
στην Αθήνα, την κοιτίδα του Παγκόσμιου Πολιτισμού,
κι αγγίξω τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης,
τότε ο ουρανός θ’ ανοίξει στα δύο!!!
Οι φωτεινές αχτίδες του ηλίου θα περάσουν μέσα
από τις κολώνες του Παρθενώνα και θα υφάνουν μέσα μας
το χρυσάφι της Γνώσης.
Έτσι οι πανέμορφες Καρυάτιδες θα λάμψουν
με το χαμόγελο της Ελπίδας και της Ειρήνης,
κι ένα ουράνιο τόξο θα στεφανώσει τον Αττικό ουρανό!
Τούτα τα χέρια, που σε αγγίζουν, θα γίνουν πύρινη ρομφαία
και σύμβολο παγκόσμιας λευτεριάς και ένωσης.
Ναι! Έτσι σπάζουν οι αλυσίδες που κρατούν λυγισμένο
το σώμα της Μάνας-Πατρίδας, της Μοναδικής.
Τότε θα τιναχτεί πανέτοιμη, πανέμορφη,
μέσα από το μαύρο σύννεφο της υποδούλωσης η Αγάπη.
Η δική μας Αγάπη.
Η Αγάπη του κόσμου. Για ν’ αγγίξει την Αθανασία.
Για ν’ αγγίξει τον ένα Θεό. Τον μοναδικό.
Τον αιώνιο Θεό της Ελλάδος…
Πολλοί είναι εκείνοι που θα ήθελαν να ζήσουν παρόμοιες
αγάπες «επιμελώς ξεχασμένες»…
Η λήθη της Ρίζας, είναι έγκλημα!!!
Η τιμωρία αυτών που ξεχνούν, άσχετα από τον τόπο που
έχουν φυτρώσει, σημαίνει αφανισμό της ελληνικής ψυχής.
Μόνο με την Αγάπη!
Η Ψυχή και η Ιστορία του Έθνους μας,
θα αστραποβολούν αιώνια.
Στο αγέννητο ψαράκι μου
Θάλασσα, κόρη, η γαστέρα σου.
Ωκεανός της σκέψης τα γυρίσματα. Χαρές. Φοβίες.
Ψαράκι μου.
Φτερά τρυφερά. Ανάνοιχτα.
Κολυμπάς, ακούγοντας καρδιοχτύπια.
Κυκλικά μετράς τις αποστάσεις του χρόνου.
Σε άγγιξα. Με της Αγάπης τη γλώσσα σου μίλησα.
Απέθεσα στα ακροδάχτυλα τον μυστικό μας κωδικό.
Απάντηση δεν αισθάνθηκα.
Άλλωστε πολύς ο θόρυβος γύρω σου.
Η Γέννηση του Χριστού, θεϊκή· εορτάσιμη.
Λαμπερή αισιοδοξία στα μάτια.
Χαμόγελο Ελπίδας άπλετο.
Σε πρόσωπα λατρευτικά φωτισμένα
διάβαζα τη δική σου απάντηση:
-Να ελπίζεις.
Θα αγκαλιαστούμε κατά το Πάσχα,
Ψαράκι μου. Καλή Νύχτα.
(12-25-16)
Πες μου καρδιά
Πες μου, καρδιά,
πόσες καρδιές χωράς στην αγκαλιά σου.
Πες μου, αλήθεια, αν μετράς τα αμέτρητα φιλιά σου.
Πες μου, καρδιά, πώς τις καρδιές αληθινά ζυγίζεις
και κάτω από το βάρος τους πόσες φορές λυγίζεις.
Η Αγάπη και ο Έρωτας, πόσο σε συγκλονίζουν,
τα μυστικά τα όνειρα μαζί σου ξενυχτίζουν…
Ξέρω, καρδιά, κι ας σε ρωτώ, κι ας σταματώ το δάκρυ
να μη το δουν οι άκαρδοι.
Στου κόσμου κάποια άκρη χτυπούν καρδιές και κρύβονται
απ’ της ζωής τους γύπες που αδίστακτοι σε νέμονται,
κι εσύ, μετράς τις λύπες
σαν σέρνονται ασταμάτητες και σε περιτυλίγουν,
τραυματισμένη, ανήμπορη,
κι ας εύχεσαι να φύγουν…
Πες μου, καρδιά, αν σ’ αρνηθώ,
ποιος θα σε συγκρατήσει
τους τελευταίους χτύπους σου;
ποιος θα τους σταματήσει;
Κι εκείνη μου απάντησε με τον δικό της τόνο:
-Μόνο κάτω απ’ τη Μάνα Γη θα σβήσεις κάθε πόνο.
(02-13-17)
Ύμνος στη Σαπφώ
(απόσπασμα από το ομώνυμο Θεατρικό:
Σαπφώ, η Λέσβια Ιέρεια της Αγάπης)
-Αέρινη, σαν τον βοριά που μόλις ξύπνησε,
αλαφροπερπατώντας κατεβαίνει
τα πέτρινα σκαλιά η Σαπφώ,
για τ’ ακριβό ακρογιάλι.
Την Λύρα έχει αγκαλιά, σαν στην καρδιά η αγάπη.
Έχει στολίσει τα μαλλιά με ανθισμένη πασχαλιά
κι οι βόστρυχοι χοροπηδούν στο χρυσαφί του ήλιου.
Έχει τα μάτια σκοτεινά με αποχρώσεις νύχτας
κι άσβεστο πάθος για το φως.
Όνειρα ταξιδεύουν
για άλλους κόσμους, άγνωστους,
μυστηριώδους τόλμης πέραν
του μεταξένιου ορίζοντα, στο βάθος του Αιγαίου.
Σαν μίσχος αγριόκρινου σε πάλλευκη εσθήτα,
εξαίσιο ύμνο, πύρινο, γράφει της Αφροδίτης.
Τον τραγουδά ευλαβικά στων αηδονιών τις τρίλιες.
Η αγαπημένη λύρα της, τους ήχους ζωντανεύει
κι από ψηλά χαμόγελα γλυκά ο Αποσπερίτης!
-Φωνή και λύρα, χάρμα αισθήσεων,
σώμα Ένα!
Με του βοριά το θρόισμα η πάγκαλη Αφροδίτη
χάδι ελαφρό απέθεσε στης Σάφως τ’ άξια χέρια.
Το πρόσωπό της άγγιξε, τα τρυφερά της χείλη,
κι αγκάλιασε την εκλεκτή, αηδονόλαλη γυναίκα,
μιας κι άλλη δεν ετόλμησε Ύμνο ευσεβή, πανώριο,
στον ιερό της το ναό, με δέος ν’ απαγγείλει!
Το βράδυ εκείνο σάστισαν τα φτερωτά του δάσους.
Τα κυπαρίσσια έγειραν ν’ αφουγκραστούν.
Οι γλάροι, δίπλωσαν τις φτερούγες τους
κι αφέθηκαν στο κύμα να τους λικνίζει στοργικά…
Ω! Τι στιγμή μεγάλη!
Αυτή η γυναίκα, η θνητή, Σαπφώ,
της Λέσβου η κόρη,
Δεκάτη Μούσα έγινε! των γυναικών η Πρώτη!
Τα μαργαριτάρια της σοφίας
(Μπέκυ Νέδερλαντ-Σε μετάφραση Υιώτας Στρατή, 12-04-16)
Έχω διαβεί μονοπάτια που ακόμη δεν πέρασες.
Έχω διδαχτεί μαθήματα παλιά και νέα.
Τώρα, ευλογημένη, την βαθιά εμπειρία της ζωής μου
μαζί σου μοιράζομαι.
Άφησε την καλοσύνη ν’ απλωθεί, όπως οι ηλιαχτίδες.
Αγκάλιασε εκείνους που είναι λυπημένοι.
Σεβάσου την αξιοπρέπειά τους, δώσε χαρά
αφήνοντάς τους με ένα συναίσθημα ευωχίας.
Συγχώρησε εκείνους που θέλουν να σε θίξουν.
Αν και με πληγωμένη περηφάνια, άκουσε
και την δική τους άποψη.
Προσπάθησε να δεις την άλλη όψη.
Ακόμη κι όταν είσαι θυμωμένη, βάδισε ήρεμα.
Μη μπεις σε αντεπίθεση. Δείξε μια άποψη χιουμοριστική.
Το γέλιο έχει απέραντη δύναμη.
Άφησε να φανεί το πώς αισθάνεσαι, να τονωθούν
οι πεποιθήσεις σου.
Για ό, τι είναι σωστό, να μη δειλιάζεις.
Θάρρος δείξε, και δυναμικότητα.
Την ελπίδα, κράτησε εντός σου, θα σε οδηγεί καθημερινά.
Άφησέ την να φανεί όταν χρειάζεται.
Σαν είναι μέσα σου, θα βρει τον δρόμο της αυτή.
Τους φίλους να θυμάσαι, και την οικογένεια
όπου της είσαι κομμάτι ακριβό.
Να αγαπάς βαθιά και με ειλικρίνεια, απλόχερα να δίνεις
την καρδιά σου.
Ο κόσμος, απέχει πολύ από το να είναι τέλειος.
Υπάρχει εναντιότητα και διαμάχη.
Μα εσύ, μπορείς να φέρεις την διαφορά
με το πώς να διαγράφεις την ζωή σου.
Είμαι πολύ ευλογημένη να γνωρίζω
τί θαύματα μπορείς να επιτύχεις.
Κι αυτό, διότι είσαι δική μου εγγονή.
Κι εγώ, πιστεύω σε σένα.
(«αστοριανή: www.astoriani.blogspot.com- 12-21-16)
Μικρό σπουργίτι
Από ό, τι θυμάμαι
... ένα σπουργίτι ήμουν που ήθελα να μοιράζομαι
το «άχαρο» τραγούδι μου με τους άλλους.
Ένα σπουργίτι με ενισχυμένο το ένστικτο
της διορατικότητας, που ήθελε να πετάει ψηλότερα,
διότι στην πολυφίλητη ακτή θαύμαζε
το πέταγμα των γλάρων...
Δεν είχα διανοηθεί καν, το πέταγμα του αετού...
Προσπαθούσα να διαβάζω τη φυσιογνωμία των ανθρώπων,
-λένε, ότι λέει, πολλά. Να παρακολουθώ τα κινούμενα χείλη τους,
από μακριά, πριν ο ήχος των λέξεων φτάσει την ακοή μου.
Και να, που έρχεται ο χρόνος και μου επαναλαμβάνει ότι όλοι αλλάζουμε.
Κι ότι όλοι «σφιγγόμαστε... εντός»
κι ότι όλοι θέλουμε να κρύβουμε τα τρωτά,
να δείχνουμε μια κοινωνική εμφάνιση.
Κυρίως για τους άλλους διότι αυτό μας καλύπτει.
Δεν θέλουμε να μας βλέπουν «γυμνούς κι ευάλωτους»,
ήδη το ξέρετε! Είναι η αυτοπροστασία μας.
Είναι η μερική δύναμή μας. Είναι η άμυνα για τη δεδομένη
καλή ή και δύσκολη στιγμή.
Όσο για μένα, ίσως, το χέρι που άπλωσα, δεν τους έφτανε.
Δεν το προσπάθησαν. Το άφησαν δίχως να το αγγίξουν.
Ίσως η αντανάκλαση να σάστισε, να ζάλισε, ίσως,
να χτύπησε κάποια άλλη χορδή ταραγμένη
-μπορεί κι ανέτοιμη να εναρμονιστεί με τις άλλες...
Ίσως η θάλασσα
ήταν πράγματι απέραντη για να την διασχίσω
με το ονειρικό βαρκάκι μου...
Ίσως άπειρη για να αντιμετωπίσω
τον άλλο κόσμο του νερού και της άγνωστης πολιτείας.
Ίσως η πυξίδα μου ήταν δυσανάγνωστη
με τα αρχαία σύμβολα που έδειχνε...
ίσως η χρυσαλλίδα βιάστηκε...
Ίσως κι η χελιδόνα λάθεψε...
Ίσως...
Λείο λιθάρι
Καλοπλασμένο το λιθάρι που στοχεύουμε στην ήρεμη
επιφάνεια του νερού. Λυγίζουμε το σώμα σαν κλαδί
καταπιεσμένο από τους αέρηδες,
-ίσως κι από το ίδιο του το βάρος, τινάζουμε το χέρι
να το εξακοντίσει, να φτερουγίσει προκλητική ευεξία
στην υγρή επαφή, σχεδιάζοντας κύκλους χαριτωμένους,
που απλώνουν κι ανοίγουν, σε θαυμασμό,
ως που να βρει το βάρος του, το λείο λιθάρι,
να καταποντιστεί στην δική του άβυσσο...
Άβουλο λιθάρι είμαστε.
Λειαίνουμε την επιφάνεια για να γλιστράμε, αίλουροι
στις αντιξοότητες. Λησμονούμε την αρχή της εκκίνησης.
Ευαγγελιζόμαστε με άσκοπα σκαμπανεβάσματα,
ξεπλένουμε την αρμύρα των δακρύων με την ευεργετική βροχή,
συνδέουμε την αγριάδα της θάλασσας με τα μαύρα σύννεφα της αμαρτίας.
Με σχισμένα πανιά και σπασμένα κατάρτια πνιγόμαστε
σε ρηχό ή βαθύ ωκεανό.
Αρνούμαστε την έσω αναθεώρηση. Την έσω βάπτιση.
Την έσω αναγέννηση.
Οι αρτηρίες μας, δύσκαμπτες από την τροφοδότηση
εφήμερης ευχαρίστησης.
Διαδρομές αστόχαστες.
Σύντομα θα μας μιλήσει πολύβουη, πολύχρωμη,
ακατάληπτη, η ορμή της Άνοιξης.
Φωνές αταίριαστες. Φόβοι ασχημάτιστοι στο βάθος
τού είναι. Γύπες σαρκοβόροι, για τρυφερές σάρκες.
Για αζύμωτα μυαλά.
Η Άνοιξη ευφραίνει. Προγραμματίζει. Απαιτεί.
Συγχωράει τους αδαείς. Διδάσκει.
Γνωρίζει την αναλγησία του θανάτου.
Αγκαλιάζει την Αγάπη.
Μισεί την εσκεμμένη προδοσία της αθωότητας.
Του κρυμμένου μίσους.
Κουράζεται στην ανώφελη επανάληψη του λάθους.
Σε ανοιχτή παλάμη δεν κρατιέται το ζείδωρο ύδωρ.
Η Άνοιξη θέλει δύναμη. Πάθος. Αλλιώς εκδικείται.
Σ ε λ ή ν η
Πελώριος δίσκος, χάλκινος, απόψε η Σελήνη.
Αφήνει τη σφραγίδα της στην παγωμένη νύχτα.
Μνήμες ξυπνά. Ανήσυχη καρδιά, πώς δραπετεύεις!
Κρυφές οι σκιές. Ανήλιαγες. Διάττοντες του χρόνου…
κι ως ανεβαίνει μαγικά, κρύβεται μες στα πεύκα
σαν διαγράφουν σιωπηλά του ανέμου τις ανάσες.
Να άδραχνα τον χρυσάργυρο, να τον ’φτιαχνα ασπίδα,
να προστατεύσω την μικρή, εφηβική αχτίδα
που σφράγισε την νύχτα μου
και ξύπνησα γυναίκα. (04 Φεβρ. 2010)
Αρχαία Ελίκη
(Πρωτεύουσα της Αιγιαλείας. Καταποντίστηκε το 373 π. Χ.)
Γεννήθηκα στην οροφή της Αρχαίας Ελίκης.
Στην Εύδιο Πόλη των Προεστών, της ευπροσηγορίας
και της ειρήνευσης, την εύανδρο πόλη, την ευθαλή κι ευέλπιδα.
Την έμμονη ιδιοκτησία του κραταιού Ποσειδώνα.
Ω! Ευκλεής η μοίρα σου, αρχαία πατρίδα μου,
κι ας στάχτη, σκόνη, θρύψαλα έγιναν οι πρώτοι ναοί σου,
Αρχαία Ελίκη!
Τα ξόανα, τα μάρμαρα, οι άνθρωποι της αρετής και της
φιλοξενίας, εξαφανίστηκαν στον πυθμένα του κόλπου σου.
Ποιος, άραγε, θα ανακαλύψει τα παιγνιδιάρικα δελφίνια
της Αφροδίτης, τα χρυσά στεφάνια της ελιάς και της δάφνης;
Σπάνια, χρυσά νομίσματα διαλαλούν την Δόξα,
καταγράφουν την Τέχνη σου…
Στο βάθος του Αιγιάλειου κόλπου σου, οι ύμνοι αέναοι.
Γλιστρούν με τους κρυφούς παλμούς του Κορινθιακού,
πέραν του Ισθμού, στον ασίγαστο κύκλο
του Γίγνεσθαι, του Ζειν, του Εξαφανίζεσθε.
Άνοιξε Γη, πάτρια τα στήθη σου,
να ξεναγήσεις τον Ήλιο στα σπλάχνα σου.
Ίσως μπορέσουν να ξυπνήσουν οι καλλίκομες κόρες σου
και οι λεβεντονιοί σου, με μύρο και φως να λαμπρύνουν
τις σκοτεινές εποχές.
Μην απογοητεύεσαι, Εύδιος πόλη εσύ, Αρχαία Ελίκη!
Η θάλασσά σου,
στα καρδιοχτύπια σου μετράει την αεικίνητη δύναμή της.
Εμείς, με την ανάσα της γης, ανιχνεύουμε την δική σου
ανάσα. Μη θρηνείς. Η Περσεφόνη των ιδανικών κήπων,
ιοστεφής θα επιστρέψει.
Τιμή να δώσει σε εκείνους που γεννήθηκαν στην άταφη
οροφή σου.
***
Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Έτος ιδρύσεως 2002 - Έδρα: Furth Γερμανία
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ
Αθήνα, Ιούλιος 2017
***
Στρατή Γιώτα, Η.Π.Α
Καταγωγή από το Αίγιο. Αδειούχος Καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας. Παντρεύτηκε τον Δημήτρη Στρατή. Ζει στη Νέα Υόρκη από το 1970. Εργάστηκε στο λογιστήριο της Μόμπιλ-Οϊλ, και στον Εθνικό Κήρυκα. Ασχολήθηκε δραστήρια με Ομογενειακούς Συλλόγους παρουσιάζοντας θεατρικά της έργα. Μέλος της Ε.Ε.Λ. Αθηνών, της ΠΕΛ, ΔΕΕΛ, της National League of American Pen Women, Poetry Forum of NY, Shelly Society, etc. Δημιούργησε την Ε. Θεατρικών Συγγραφέων ΝΥ. Έχει γράψει: 13 βιβλία, 28 θεατρικά, ιδιωτικές εκδόσεις και άλλα δημοσιευμένα κείμενα. Πολλά ανέκδοτα, στην Αγγλική.
Έχει πρωτεύσει σε πολλούς διαγωνισμούς σε όλα τα είδη του Λόγου (πρόσφατα στο Σικάγο για βράβευση διηγήματος στη μνήμη Θεανώς Μάργαρη, μέσω του δραστήριου Συλλόγου των Αθηναίων, Ν.Υ. (16 Μαρτίου, 2013) και με συνεργασία Πρεσβείας Ελλάδος, Τμήμα Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Τζόρτζτάουν και την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, ήταν καλεσμένη στο Μπαν Κάλτσουραλ Σέντερ, έδρα Κωνσταντίνου Καβάφη, Πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν, στην Ουάσινγτον. Το δε ποίημα της ακολουθεί.
Έχει τιμηθεί τρεις φορές από τις Προέδρους της Κομητείας Κουήνς της ΝΥ, από δημόσια Σχολεία, από την Ομοσπονδία Ελληνικών Σωματείων, Συλλόγους και άλλους φορείς. Ασχολείται με την «Φωτογραφία και Ποίηση» ως και μοναδικές ηλεκτρονικές «Φωτο-συνθέσεις». Έχει ανέκδοτη εργασία σε όλα τα είδη του Λόγου. Έχει μεταφράσει αρκετούς ξένους ποιητές του Πόετρυ Φόρουμ, σε δίγλωσσες παρουσιάσεις τους.
http://astoriani.blogspot.gr/
yiotas@optonline.net
915 Mirabelle Avenue Westbury, NY, 11590 516- 833 59-42
Αφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη
(29 Απρ. 1863-29 Απριλίου 1933)
Εύγε! Σε σένα που ευλογήθηκες
σκέψεις προκλητικές, κι ορμές απρόσκλητες
να βάζεις σε τάξη, βάλσαμο κερνώντας
μα κι ενόχληση, σε καρδιές ξάγρυπνες.
Η σκληροτράχηλη δύναμη του «Πρέπει»
σε καιρούς υποκριτικά επικίνδυνους,
ήταν αστέρι ευπρέπειας στη θέληση,
κεραυνός ανεπίστρεπτος
στην κρυφή αδυναμία.
Με τον αστερισμό σου, δεν πολυ-ασχοληθήκανε.
Δεν μάθαμε, ως είθισται στους καιρούς μας,
μόνο εκείνος ο του Λέοντος κυριάρχησε
στην εύθραυστη έσω ύπαρξή σου.
Ιχνογράφησες κρουνούς αγάπης,
ενστερνίστηκες αστραπές συχνά ειρωνικές
στη ματιά σου, άφησες ίχνη νέας δομής,
πελώρια, για να συγκρίνουμε τα δικά μας.
Μας κληροδότησες μια γραφή που γνώριζε
τη γεύση της βίας και της θωπείας,
μια ποιητική φωνή Σαπφική, πρωτόλαλη,
που κράτησαν αποκλειστικά οι βοριάδες
για τις ώρες της αφής,
και της αντάρας.
Οι λέξεις σου, διαλεγμένες.
Οι έννοιες, αλυσίδα άσπαστη,
έστω κι αν γεννήθηκαν σε στιγμές χρονοβόρες
ως και ζηλόφθονοι αντίπαλοι καταβρόχθισαν
το μέγα της γραφής σου έργο.
Στης ζωής τον κύκλο τον ατέλειωτο,
εμείς δεν έχουμε παρά ν’ αφιερώσουμε
τις ίμερες αχτίδες του νου μας.
Είναι η δίκαιη αιμοδοσία
στο αστείρευτο δικό σου όραμα,
που αναποδογύριζε προσεκτικά μια ηθική
εύθραυστη,
πασχίζοντας για ελπίδα της Αλήθειας,
για μια πλήρη επικοινωνία,
σε ολοκληρωμένη Κοινωνία,
δίχως ταυτόχρονα να απομακρύνεσαι
από το Αθάνατο Ελληνικό, μεγαλόπνοο Πνεύμα.
Η κ α π έ τ α *
(Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα:
«Η Νύφη της Πανσελήνου»)
Ξεψυχώντας ο Ιούλιος είχε τροχίσει τα δόντια του και τα έμπηγε στη γυμνασμένη σάρκα. Η κεντρική πλατεία της πόλης έβραζε. Η μελίγκρα στ’ αρρωστημένα πορτοκαλόδεντρα και τις απεριποίητες τριανταφυλλιές είχε φουντώσει. Τα μάτια μου αποτύπωναν τις γύρω εικόνες. Τόσο διαφορετικές από εκείνες του τότε.
-Αργεί…, σκέφτηκα. Καλύτερα, να ηρεμήσω...
Το ντύσιμό μου, για την από μένα προμελετημένη συνάντηση, ήταν ένα λευκό ντεπιές κι ένα καπέλο σε ξέχρωμο ροδακινί. Δεκαπέντε χρόνια ήταν πολλά για μια αγάπη που κόπηκε με το μαχαίρι της εγωιστικής αξιοπρέπειας.
Τον είδα. Ερχόταν, με βήματα αργά. Είναι δυνατόν να περπάτησε, μ’ όλη αυτή τη ζέστη; σκέφτηκα. Ναι. Μπορεί, για να μη δώσει υποψίες... Μα …, πώς έχει αλλάξει, Θεούλη μου! Ξεροψημένος, ξερακιανός, μόνο το κάτω χείλι του διατηρούσε την προκλητικότητά του.
-Μοντελάκι είσαι, είπε, δίχως να δώσει το χέρι. Πολύ όμορφη! Λίγο το χαμόγελο. Σύντομη η σιωπή. Πρέπει να είσαι ευτυχισμένη, έτσι; Κοίταξε γύρω και...
-Πού είναι ο άνδρας σου;
Τα μάτια μου έψαχναν ερευνητικά στο βάθος των χρόνων. Να είναι η αντίδραση, ο εγωισμός της ανταρσίας μου στην μη υποχώρηση της τότε στιγμής; Μέσα μου ζητούσα απάντηση, μα εκείνος, έξυπνα, δεν συνέχισε.
-Πήγαν για μπάνιο, είπα. Βγήκα ν' αγοράσω μπαταρία, για τη φωτογραφική μου μηχανή. Τα καταστήματα είναι κλειστά, και είπα να σε ανησυχήσω... Θυμήθηκα ότι εσύ ξέρεις από... μηχανές... και μηχανήματα…
Ήθελα να ξεκαρδιστώ στα γέλια, μα σοβάρεψα!
-Καλά έκανες. Κι εγώ ήθελα κάποτε να σε δω. Εμείς, εδώ, τα ίδια! Έχω αγοράσει κάτι δεντροπερίβολα, αγρότης πλέον, κανονικός. Η … «κοντούλα» μου είχε κάτι δικά της χτήματα,
και δικό της σπίτι…
-Ναι, ναι, την ήξερα. Από το διπλανό χωριό …
Έφτιαξε λίγο την ιδρωμένη καπέτα(κυματιστό τσουλούφι μαλλιών, πάνω από το μέτωπο) από τα αραιά μαλλιά του. Διαπίστωσα ότι ακολούθησε το βλέμμα μου. (Κάποτε περνούσα τα δάχτυλα και του έφτιαχνα στο μέτωπο «στριφτά σαλιγκάρια». Αυτός γελούσε παιδιάστικα κι ας ήταν κάμποσο μεγαλύτερός μου... Τι ανόητοι που είμαστε, τότε, σκέφτηκα).
-Ώστε περιβολάρης, έ! Συνέχισα. Έχεις ξεροψηθεί για καλά. (μα... να έρθει με καρό φθινοπωρινό σακάκι και καφέ πολιέστερ παντελόνι!!! Αυτός!!! Περίεργο!) Περίμενα να χαμογελάσει λίγο, άλλωστε αυτό ήταν κάποτε η γοητεία του...
-Πώς τα περνάτε εκεί, πέραν του Ατλαντικού; Με ρώτησε με λίγη δυσκολία. Άνοιξα την τσάντα. Του έδειξα τ’ αγόρια μου. Εκείνος τις κόρες του...
-Ομορφόπαιδα! Μοιάζουν στον άνδρα σου αλλά και σε σένα.
Χαμογέλασα.
-Και οι δικές σου, συμπλήρωσα άχρωμα.
Σφιγμένα τα χείλη κι από τους δυο μας. Οι λέξεις λες και είχαν εξαφανιστεί. Οι πορτοκαλάδες που μας έφερε το μισοκοιμισμένο γκαρσόνι, δεν πρόφτασαν να ζεσταθούν. Ούτε και η συζήτηση. Η ζέστη είχε πλέον διπλασιαστεί...
-Πρέπει να γυρίσω, είπα κι ανασηκώθηκα. Δεν επέμεινε. Δώσαμε τα χέρια. Χαμογέλασε και... στο στόμα που κάποτε άφηνα τα δειλά φοιτητικά φιλιά μου, δυο δεξιά δόντια έλειπαν!
Ακολούθησε το βλέμμα μου.
-Αύριο, θα πάω στον οδοντίατρο, είπε με φανερή δικαιολογία.
-Αύριο πάμε στο αεροδρόμιο, είπα πετώντας ήδη ξαλαφρωμένη...
« Κ ο ν τ ά »
(απόσπασμα από το Θεατρικό: ΥΣΤΑΤΗ ΘΥΣΙΑ)
«Κοντά» είναι μια λέξη που δεν έχει σύνορα.
«Κοντά» είναι όταν δυο απόδημοι πρωτο-συναντιούνται
και κοιτούν ονειροπαρμένοι, το ίδιο φεγγάρι της πατρίδας.
Όταν νιώθουν την ίδια φλόγα να τους συγκλονίζει!
«Κοντά» είναι όταν με ένα φιλί ακινητείς τον κεραυνό.
Όταν με την τρέλα της πρώτης αγάπης κατορθώνεις
να ηχήσουν του έθνους οι καμπάνες
για να ξυπνήσει η ναρκωμένη απόσταση της συνείδησης!
Όταν φοβάσαι την αγάπη, το μυαλό γίνεται πλαδαρό!
Χάνεις τη σωστή κατεύθυνση. Η τρέλα της πρώτης ματιάς,
γίνεται τόλμη κι αστράφτει στον ήλιο.
Μπορεί την Άγια Γη των προγόνων να την έχεις στερηθεί.
Μπορεί να μη θήλασες το άγιο αίμα της.
Μπορεί να πατιέται κι από άλλα πέλματα,
να οργώνεται από άλλα χέρια για να καρπίσει,
μα εγώ για σένα, για την αγάπη σου, για την αγάπη Της,
κάποια μέρα θα υψώσω αυτό το κορμί και να θυμίσω:
ΠΩΣ είναι να ατενίζεις περήφανα τον ήλιο!.
ΑΥΤΗ η Αγάπη, θα είναι ο δικός μας θησαυρός!
Θα ανήκει ΜΟΝΟ σε μας! Κι ας γεννηθήκαμε αλλού…
Σου ορκίζομαι ότι σε τούτο το στήθος, θα κατοικεί μια
πατρίδα ολόκληρη, με όλη τη δόξα και το μεγαλείο της!
Με όλες τις αδυναμίες και τα ελαττώματά της…
Μα όταν διπλώσω πάνω σου τούτα τα χέρια
που έχουν αγγίξει την αγαπημένη ακτή του Πόντου
και τον αιώνιο Ιωνικό Πολιτισμό,
η αγάπη θα γίνει δέρμα σου. Σώμα σου.
Αν όμως, τούτα τα χέρια τα υψώσω εδώ,
στην Αθήνα, την κοιτίδα του Παγκόσμιου Πολιτισμού,
κι αγγίξω τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης,
τότε ο ουρανός θ’ ανοίξει στα δύο!!!
Οι φωτεινές αχτίδες του ηλίου θα περάσουν μέσα
από τις κολώνες του Παρθενώνα και θα υφάνουν μέσα μας
το χρυσάφι της Γνώσης.
Έτσι οι πανέμορφες Καρυάτιδες θα λάμψουν
με το χαμόγελο της Ελπίδας και της Ειρήνης,
κι ένα ουράνιο τόξο θα στεφανώσει τον Αττικό ουρανό!
Τούτα τα χέρια, που σε αγγίζουν, θα γίνουν πύρινη ρομφαία
και σύμβολο παγκόσμιας λευτεριάς και ένωσης.
Ναι! Έτσι σπάζουν οι αλυσίδες που κρατούν λυγισμένο
το σώμα της Μάνας-Πατρίδας, της Μοναδικής.
Τότε θα τιναχτεί πανέτοιμη, πανέμορφη,
μέσα από το μαύρο σύννεφο της υποδούλωσης η Αγάπη.
Η δική μας Αγάπη.
Η Αγάπη του κόσμου. Για ν’ αγγίξει την Αθανασία.
Για ν’ αγγίξει τον ένα Θεό. Τον μοναδικό.
Τον αιώνιο Θεό της Ελλάδος…
Πολλοί είναι εκείνοι που θα ήθελαν να ζήσουν παρόμοιες
αγάπες «επιμελώς ξεχασμένες»…
Η λήθη της Ρίζας, είναι έγκλημα!!!
Η τιμωρία αυτών που ξεχνούν, άσχετα από τον τόπο που
έχουν φυτρώσει, σημαίνει αφανισμό της ελληνικής ψυχής.
Μόνο με την Αγάπη!
Η Ψυχή και η Ιστορία του Έθνους μας,
θα αστραποβολούν αιώνια.
Στο αγέννητο ψαράκι μου
Θάλασσα, κόρη, η γαστέρα σου.
Ωκεανός της σκέψης τα γυρίσματα. Χαρές. Φοβίες.
Ψαράκι μου.
Φτερά τρυφερά. Ανάνοιχτα.
Κολυμπάς, ακούγοντας καρδιοχτύπια.
Κυκλικά μετράς τις αποστάσεις του χρόνου.
Σε άγγιξα. Με της Αγάπης τη γλώσσα σου μίλησα.
Απέθεσα στα ακροδάχτυλα τον μυστικό μας κωδικό.
Απάντηση δεν αισθάνθηκα.
Άλλωστε πολύς ο θόρυβος γύρω σου.
Η Γέννηση του Χριστού, θεϊκή· εορτάσιμη.
Λαμπερή αισιοδοξία στα μάτια.
Χαμόγελο Ελπίδας άπλετο.
Σε πρόσωπα λατρευτικά φωτισμένα
διάβαζα τη δική σου απάντηση:
-Να ελπίζεις.
Θα αγκαλιαστούμε κατά το Πάσχα,
Ψαράκι μου. Καλή Νύχτα.
(12-25-16)
Πες μου καρδιά
Πες μου, καρδιά,
πόσες καρδιές χωράς στην αγκαλιά σου.
Πες μου, αλήθεια, αν μετράς τα αμέτρητα φιλιά σου.
Πες μου, καρδιά, πώς τις καρδιές αληθινά ζυγίζεις
και κάτω από το βάρος τους πόσες φορές λυγίζεις.
Η Αγάπη και ο Έρωτας, πόσο σε συγκλονίζουν,
τα μυστικά τα όνειρα μαζί σου ξενυχτίζουν…
Ξέρω, καρδιά, κι ας σε ρωτώ, κι ας σταματώ το δάκρυ
να μη το δουν οι άκαρδοι.
Στου κόσμου κάποια άκρη χτυπούν καρδιές και κρύβονται
απ’ της ζωής τους γύπες που αδίστακτοι σε νέμονται,
κι εσύ, μετράς τις λύπες
σαν σέρνονται ασταμάτητες και σε περιτυλίγουν,
τραυματισμένη, ανήμπορη,
κι ας εύχεσαι να φύγουν…
Πες μου, καρδιά, αν σ’ αρνηθώ,
ποιος θα σε συγκρατήσει
τους τελευταίους χτύπους σου;
ποιος θα τους σταματήσει;
Κι εκείνη μου απάντησε με τον δικό της τόνο:
-Μόνο κάτω απ’ τη Μάνα Γη θα σβήσεις κάθε πόνο.
(02-13-17)
Ύμνος στη Σαπφώ
(απόσπασμα από το ομώνυμο Θεατρικό:
Σαπφώ, η Λέσβια Ιέρεια της Αγάπης)
-Αέρινη, σαν τον βοριά που μόλις ξύπνησε,
αλαφροπερπατώντας κατεβαίνει
τα πέτρινα σκαλιά η Σαπφώ,
για τ’ ακριβό ακρογιάλι.
Την Λύρα έχει αγκαλιά, σαν στην καρδιά η αγάπη.
Έχει στολίσει τα μαλλιά με ανθισμένη πασχαλιά
κι οι βόστρυχοι χοροπηδούν στο χρυσαφί του ήλιου.
Έχει τα μάτια σκοτεινά με αποχρώσεις νύχτας
κι άσβεστο πάθος για το φως.
Όνειρα ταξιδεύουν
για άλλους κόσμους, άγνωστους,
μυστηριώδους τόλμης πέραν
του μεταξένιου ορίζοντα, στο βάθος του Αιγαίου.
Σαν μίσχος αγριόκρινου σε πάλλευκη εσθήτα,
εξαίσιο ύμνο, πύρινο, γράφει της Αφροδίτης.
Τον τραγουδά ευλαβικά στων αηδονιών τις τρίλιες.
Η αγαπημένη λύρα της, τους ήχους ζωντανεύει
κι από ψηλά χαμόγελα γλυκά ο Αποσπερίτης!
-Φωνή και λύρα, χάρμα αισθήσεων,
σώμα Ένα!
Με του βοριά το θρόισμα η πάγκαλη Αφροδίτη
χάδι ελαφρό απέθεσε στης Σάφως τ’ άξια χέρια.
Το πρόσωπό της άγγιξε, τα τρυφερά της χείλη,
κι αγκάλιασε την εκλεκτή, αηδονόλαλη γυναίκα,
μιας κι άλλη δεν ετόλμησε Ύμνο ευσεβή, πανώριο,
στον ιερό της το ναό, με δέος ν’ απαγγείλει!
Το βράδυ εκείνο σάστισαν τα φτερωτά του δάσους.
Τα κυπαρίσσια έγειραν ν’ αφουγκραστούν.
Οι γλάροι, δίπλωσαν τις φτερούγες τους
κι αφέθηκαν στο κύμα να τους λικνίζει στοργικά…
Ω! Τι στιγμή μεγάλη!
Αυτή η γυναίκα, η θνητή, Σαπφώ,
της Λέσβου η κόρη,
Δεκάτη Μούσα έγινε! των γυναικών η Πρώτη!
Τα μαργαριτάρια της σοφίας
(Μπέκυ Νέδερλαντ-Σε μετάφραση Υιώτας Στρατή, 12-04-16)
Έχω διαβεί μονοπάτια που ακόμη δεν πέρασες.
Έχω διδαχτεί μαθήματα παλιά και νέα.
Τώρα, ευλογημένη, την βαθιά εμπειρία της ζωής μου
μαζί σου μοιράζομαι.
Άφησε την καλοσύνη ν’ απλωθεί, όπως οι ηλιαχτίδες.
Αγκάλιασε εκείνους που είναι λυπημένοι.
Σεβάσου την αξιοπρέπειά τους, δώσε χαρά
αφήνοντάς τους με ένα συναίσθημα ευωχίας.
Συγχώρησε εκείνους που θέλουν να σε θίξουν.
Αν και με πληγωμένη περηφάνια, άκουσε
και την δική τους άποψη.
Προσπάθησε να δεις την άλλη όψη.
Ακόμη κι όταν είσαι θυμωμένη, βάδισε ήρεμα.
Μη μπεις σε αντεπίθεση. Δείξε μια άποψη χιουμοριστική.
Το γέλιο έχει απέραντη δύναμη.
Άφησε να φανεί το πώς αισθάνεσαι, να τονωθούν
οι πεποιθήσεις σου.
Για ό, τι είναι σωστό, να μη δειλιάζεις.
Θάρρος δείξε, και δυναμικότητα.
Την ελπίδα, κράτησε εντός σου, θα σε οδηγεί καθημερινά.
Άφησέ την να φανεί όταν χρειάζεται.
Σαν είναι μέσα σου, θα βρει τον δρόμο της αυτή.
Τους φίλους να θυμάσαι, και την οικογένεια
όπου της είσαι κομμάτι ακριβό.
Να αγαπάς βαθιά και με ειλικρίνεια, απλόχερα να δίνεις
την καρδιά σου.
Ο κόσμος, απέχει πολύ από το να είναι τέλειος.
Υπάρχει εναντιότητα και διαμάχη.
Μα εσύ, μπορείς να φέρεις την διαφορά
με το πώς να διαγράφεις την ζωή σου.
Είμαι πολύ ευλογημένη να γνωρίζω
τί θαύματα μπορείς να επιτύχεις.
Κι αυτό, διότι είσαι δική μου εγγονή.
Κι εγώ, πιστεύω σε σένα.
(«αστοριανή: www.astoriani.blogspot.com- 12-21-16)
Μικρό σπουργίτι
Από ό, τι θυμάμαι
... ένα σπουργίτι ήμουν που ήθελα να μοιράζομαι
το «άχαρο» τραγούδι μου με τους άλλους.
Ένα σπουργίτι με ενισχυμένο το ένστικτο
της διορατικότητας, που ήθελε να πετάει ψηλότερα,
διότι στην πολυφίλητη ακτή θαύμαζε
το πέταγμα των γλάρων...
Δεν είχα διανοηθεί καν, το πέταγμα του αετού...
Προσπαθούσα να διαβάζω τη φυσιογνωμία των ανθρώπων,
-λένε, ότι λέει, πολλά. Να παρακολουθώ τα κινούμενα χείλη τους,
από μακριά, πριν ο ήχος των λέξεων φτάσει την ακοή μου.
Και να, που έρχεται ο χρόνος και μου επαναλαμβάνει ότι όλοι αλλάζουμε.
Κι ότι όλοι «σφιγγόμαστε... εντός»
κι ότι όλοι θέλουμε να κρύβουμε τα τρωτά,
να δείχνουμε μια κοινωνική εμφάνιση.
Κυρίως για τους άλλους διότι αυτό μας καλύπτει.
Δεν θέλουμε να μας βλέπουν «γυμνούς κι ευάλωτους»,
ήδη το ξέρετε! Είναι η αυτοπροστασία μας.
Είναι η μερική δύναμή μας. Είναι η άμυνα για τη δεδομένη
καλή ή και δύσκολη στιγμή.
Όσο για μένα, ίσως, το χέρι που άπλωσα, δεν τους έφτανε.
Δεν το προσπάθησαν. Το άφησαν δίχως να το αγγίξουν.
Ίσως η αντανάκλαση να σάστισε, να ζάλισε, ίσως,
να χτύπησε κάποια άλλη χορδή ταραγμένη
-μπορεί κι ανέτοιμη να εναρμονιστεί με τις άλλες...
Ίσως η θάλασσα
ήταν πράγματι απέραντη για να την διασχίσω
με το ονειρικό βαρκάκι μου...
Ίσως άπειρη για να αντιμετωπίσω
τον άλλο κόσμο του νερού και της άγνωστης πολιτείας.
Ίσως η πυξίδα μου ήταν δυσανάγνωστη
με τα αρχαία σύμβολα που έδειχνε...
ίσως η χρυσαλλίδα βιάστηκε...
Ίσως κι η χελιδόνα λάθεψε...
Ίσως...
Λείο λιθάρι
Καλοπλασμένο το λιθάρι που στοχεύουμε στην ήρεμη
επιφάνεια του νερού. Λυγίζουμε το σώμα σαν κλαδί
καταπιεσμένο από τους αέρηδες,
-ίσως κι από το ίδιο του το βάρος, τινάζουμε το χέρι
να το εξακοντίσει, να φτερουγίσει προκλητική ευεξία
στην υγρή επαφή, σχεδιάζοντας κύκλους χαριτωμένους,
που απλώνουν κι ανοίγουν, σε θαυμασμό,
ως που να βρει το βάρος του, το λείο λιθάρι,
να καταποντιστεί στην δική του άβυσσο...
Άβουλο λιθάρι είμαστε.
Λειαίνουμε την επιφάνεια για να γλιστράμε, αίλουροι
στις αντιξοότητες. Λησμονούμε την αρχή της εκκίνησης.
Ευαγγελιζόμαστε με άσκοπα σκαμπανεβάσματα,
ξεπλένουμε την αρμύρα των δακρύων με την ευεργετική βροχή,
συνδέουμε την αγριάδα της θάλασσας με τα μαύρα σύννεφα της αμαρτίας.
Με σχισμένα πανιά και σπασμένα κατάρτια πνιγόμαστε
σε ρηχό ή βαθύ ωκεανό.
Αρνούμαστε την έσω αναθεώρηση. Την έσω βάπτιση.
Την έσω αναγέννηση.
Οι αρτηρίες μας, δύσκαμπτες από την τροφοδότηση
εφήμερης ευχαρίστησης.
Διαδρομές αστόχαστες.
Σύντομα θα μας μιλήσει πολύβουη, πολύχρωμη,
ακατάληπτη, η ορμή της Άνοιξης.
Φωνές αταίριαστες. Φόβοι ασχημάτιστοι στο βάθος
τού είναι. Γύπες σαρκοβόροι, για τρυφερές σάρκες.
Για αζύμωτα μυαλά.
Η Άνοιξη ευφραίνει. Προγραμματίζει. Απαιτεί.
Συγχωράει τους αδαείς. Διδάσκει.
Γνωρίζει την αναλγησία του θανάτου.
Αγκαλιάζει την Αγάπη.
Μισεί την εσκεμμένη προδοσία της αθωότητας.
Του κρυμμένου μίσους.
Κουράζεται στην ανώφελη επανάληψη του λάθους.
Σε ανοιχτή παλάμη δεν κρατιέται το ζείδωρο ύδωρ.
Η Άνοιξη θέλει δύναμη. Πάθος. Αλλιώς εκδικείται.
Σ ε λ ή ν η
Πελώριος δίσκος, χάλκινος, απόψε η Σελήνη.
Αφήνει τη σφραγίδα της στην παγωμένη νύχτα.
Μνήμες ξυπνά. Ανήσυχη καρδιά, πώς δραπετεύεις!
Κρυφές οι σκιές. Ανήλιαγες. Διάττοντες του χρόνου…
κι ως ανεβαίνει μαγικά, κρύβεται μες στα πεύκα
σαν διαγράφουν σιωπηλά του ανέμου τις ανάσες.
Να άδραχνα τον χρυσάργυρο, να τον ’φτιαχνα ασπίδα,
να προστατεύσω την μικρή, εφηβική αχτίδα
που σφράγισε την νύχτα μου
και ξύπνησα γυναίκα. (04 Φεβρ. 2010)
Αρχαία Ελίκη
(Πρωτεύουσα της Αιγιαλείας. Καταποντίστηκε το 373 π. Χ.)
Γεννήθηκα στην οροφή της Αρχαίας Ελίκης.
Στην Εύδιο Πόλη των Προεστών, της ευπροσηγορίας
και της ειρήνευσης, την εύανδρο πόλη, την ευθαλή κι ευέλπιδα.
Την έμμονη ιδιοκτησία του κραταιού Ποσειδώνα.
Ω! Ευκλεής η μοίρα σου, αρχαία πατρίδα μου,
κι ας στάχτη, σκόνη, θρύψαλα έγιναν οι πρώτοι ναοί σου,
Αρχαία Ελίκη!
Τα ξόανα, τα μάρμαρα, οι άνθρωποι της αρετής και της
φιλοξενίας, εξαφανίστηκαν στον πυθμένα του κόλπου σου.
Ποιος, άραγε, θα ανακαλύψει τα παιγνιδιάρικα δελφίνια
της Αφροδίτης, τα χρυσά στεφάνια της ελιάς και της δάφνης;
Σπάνια, χρυσά νομίσματα διαλαλούν την Δόξα,
καταγράφουν την Τέχνη σου…
Στο βάθος του Αιγιάλειου κόλπου σου, οι ύμνοι αέναοι.
Γλιστρούν με τους κρυφούς παλμούς του Κορινθιακού,
πέραν του Ισθμού, στον ασίγαστο κύκλο
του Γίγνεσθαι, του Ζειν, του Εξαφανίζεσθε.
Άνοιξε Γη, πάτρια τα στήθη σου,
να ξεναγήσεις τον Ήλιο στα σπλάχνα σου.
Ίσως μπορέσουν να ξυπνήσουν οι καλλίκομες κόρες σου
και οι λεβεντονιοί σου, με μύρο και φως να λαμπρύνουν
τις σκοτεινές εποχές.
Μην απογοητεύεσαι, Εύδιος πόλη εσύ, Αρχαία Ελίκη!
Η θάλασσά σου,
στα καρδιοχτύπια σου μετράει την αεικίνητη δύναμή της.
Εμείς, με την ανάσα της γης, ανιχνεύουμε την δική σου
ανάσα. Μη θρηνείς. Η Περσεφόνη των ιδανικών κήπων,
ιοστεφής θα επιστρέψει.
Τιμή να δώσει σε εκείνους που γεννήθηκαν στην άταφη
οροφή σου.
,,,τί άλλο από το απέραντο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι την αγάπη μου/μας
Τί άλλο απ' το: αμοιβαία τα αισθήματα, Κυρία μου;
ΑπάντησηΔιαγραφή