Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

Τριγώνης Δημήτριος, ΗΠΑ - Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η. 22

***


***
Βιβλιοπαρουσίαση: 5η Ανθολογία - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων Πέντε Ηπείρων - Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Έτος ιδρύσεως 2002 - Έδρα: Furth Γερμανία

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ
Αθήνα, Ιούλιος 2017
***
Τριγώνης Δημήτριος, ΗΠΑ

Ο Δημήτριος Τριγώνης γεννήθηκε στν νσο Σκόπελο τν Βορείων Σποράδων. Μεγάλωσε στν Κορυδαλλό, προάστειον τοΠειραις, που μεινε μέχρι λικίας σχεδν εκοσι χρόνων. Κατόπιν μετανάστευσε στν μερικὴ ὅπου γνώρισε τν μέλλουσα σύζυγόν του Εφροσύνη. Μεττν γάμο τους καναν τσπιτικό τους στΜπρίτζπορτ τονομοΚοννέκτικατ. πέκτησαν δύο γυιος, τν Σταμάτη κατν Στέλιο κατέσσαρα γγόνια σύζυγός του πεβίωσε τ2002.
θάνατος τς Εφροσύνης τν νέπνευσε νγράψποίησι σὲ ἐλεύθερο μέτρο. Τν νοιξι το2007 ξέδωσε μία νθολογία ποιημάτων μτν τίτλο «ΜοναξιΠικρή μου ρωμένη» φιερωμένη στν μνήμη της. πιθυμώντας νὰ ἀφίσκάποια πνευματικκληρονομιστπαιδικαὶ ἐγγόνια του καὶ ἐκ παραλλήλου νγεφυρώστρόπον τιντν διανοητικό τους κόσμο, μετέφρασε τβιβλίο του στν γγλική. Μεταξδιακοπν τ2010 ξέδωσε τδεύτερο βιβλίο του «γνς γάπης Τριλογία» μτρία μικρδιηγήματα «Ἡ Ὀμορφιά τς Αθωότητας» «Θρίαμβος τς γάπης» κα«Τὸ Ὀνειρο τς Παλινόστησης» πίσης μεταφρασμένα λα στν γγλική.
Μετπερισσότερο πμισαώνα ξενιτεις μακριὰ ἀπτν γαπημένη του πατρίδα λλάδα, παραμένει πιστς ραστς τς λατρευτς του λληνικς γλώσσης. ξακολουθενχρησιμοποιῆ ἕνα συνδοιασμδημοτικς κακαθαρευούσης μσχεδν λα τσημεα στίξεως, ποτοῦ ἐπιτρέπει τπολυτονικσύστημα στν πολογιστή.
Δημήτριος εναι μέλος τς ρθοδόξου κκλησίας γίας Τριάδος στΜπρίτζπορτ Κοννέκτικατ, που διαμένει μτν σύζυγό του σπα. Εναι μέλος τς χορωδίας, καθς καστν χορτν Ψαλτν. πίσης εναι μέλος τς χορωδίας νδρν ποὺ ἐκτελον νεο-βυζαντινμουσικκαπαλαινοσταλγικτραγούδια τς πατρδος καὶ ἀνήκει καστν λληνικΠολιτιστικΣύλλογο τς νορίας, καθς καστν νωσιν λλήνων Λογοτεχνν Συγγραφέων τν Πέντε πείρων, ΕΕΛΣΠΗ.
jimtry@optonline.net
46 Strand Street Bridgeport, CT. 06606 USA
Phone: (203) 374- 0725

στορία τοΜετανάστη

Τπαλι’κενα τχρόνια στν πατρίδα τν φτωχει
ζοσε κάποτε νας νέος μ’ ναν πόθο στν καρδιά.
θελε γινφροντίστν μητέρα τν φτωχή,
ποτν εχε φήσει χήρα τοπολέμου ἡ ὀργή.

θελε ν βοηθήσ κα τς δυό του δελφάδες, πο
πρεπε νπροικισθον νμπορον νπαντρευτον.
Μδν μπόραγε νκάντίποτα π’λα ατ
γιατστν φτωχειπατρίδα δν πρχε πιδουλειά.

Δακρυσμένος τότε φήνει τν πατρίδα τν γλυκει
γινπάνβρῆ ἄλλη τύχη μακρυστν ξενιτειά.
Μπαίνει ναύτης στκαράβια γύριζε στς ξενιτεις
γνώρισε πολλς πατρίδες καμεγάλες καμικρές.

Μὰ ἡ καρδιά του ταν πάντα στς γάπες τς παλιές,
στν γλυκειά του τν πατρίδα καστν μάνα
κι’ δελφές. Πγε στν απωνία, πέρασε π’ τν
Αστραλία, απ’τν Νέα Ζηλανδία κι’απ’τν Καληδονία.

φτασε στὴν Ὁλλανδία καστν κρύα Νορβηγία, 
μεινε στν Σουηδία, Ιταλία και Δανία, στΠαρίσι στὴ Γαλλία.
Πγε καστν φρικμὰ ὁ νος του ταν πάντα
στν καϋμένη του τν μάνα π’ γαποσε μστοργή.

Πγε σκαινούργια κράτη ποδν τα’ χε ξαναδε,
πέρασε ποτάμια, λίμνες, σχισε κεανούς, πέρασε
χαρς καλύπες καφουρτονες τρομερές,
μὰ ὁ νος του ταν πάντα στν μητέρα κι’δελφές

Γνώρισε πολλος νθρώπους Μαύρους,
Κίτρινους καὶ Ἄσπρους κααπ’ λες τς φυλὲς,
κουγε λόγια κι’ κφράσεις ποδν ταν νοητς,
κανε καινούργιους φίλους, φιλενάδες ρκετές.

Μὰ ὁ νος του ταν πάντα στν καϋμένη του τν μάνα
καστς δυό του δελφς πο’χε φήσει μοναχές.
τσι πέρναγαν τχρόνια καὶ ἡ μάνα του δόλια,
μτμάτια βουρκώμενα γύριζε μς στλιμάνια.

Κακυττοσε τκαράβια ποὺ ἐρχόνταν π’ τξένα
καονατες τν ρωτούσαν: «Γιατκλας καλκυρά»;
«Τπαιδμου περιμένω μοτπρε ξενιτει
καφοβμαι θπεθάνω κι’ ατθ’ναι μακρυά».

Μὰ ἐκενος κάθε τόσο μὲ ἀγάπη στν καρδι
γραφε πτξένα πάντα λόγια τρυφερά.
«Μστεναχωριέσαι μάνα, γπάντα σ’ γαπ
κι’ π’ τξένα θγυρίσω καποτδν σξεχν.

Λίγα χρόνια θέλω κόμα νμαζέψω
δυπεντάρες στσπιτάκι μας ν’ρθ,
μς στν αγκαλιά σου ν’μαι κακοντά σου πινζῶ.
Ναμάνα μου, θν’ρθω κατχέρι σου φιλ»!

Καὶ ἡ μάνα του φιλοσε τγραμμένα του ατ
ποτς διναν λπίδα κακουράγιο στν καρδιά.
σπου φτασε μιμέρα στν πλανεύτρα μερική,
ποπλανεύει ξένους νατες κατος κλέβει τν ψυχή.

Καχωρς ντσκεφθπήδηξε π’ τκαράβια
στν πανέμορφη ατχώρα στν Βαβυλωνία γ!
Πήδηξε π’ τκαράβια κι’ π’ τγαλαννερά,
κι’επε:«δθνστεριώσω πο’χουνε πολλλεφτά».

Θδουλεύω νύχτα μέρα καὶ ἄς βρίσκομαι στξένα,
θμπορνβοηθάω τν φτωχή μου τν μητέρα.
Καὶ ἐπίσης θφροντίζω κατς δυό μου δελφς
πο’ναι τώρα σ’ λικία γινκάνουμε παντρειές!

Θδουλεύω νύχτα μέρα καὶ ἄς βρίσκομαι στξένα,
μέχρι νὰ ὀρθοπλωρήσω καστν μάνα νγυρίσω».

Τὸ ὄνειρό του ταν πάντα ταν μάζευε ρκετά,
νξαναγυρίσπάλι στν πατρίδα τν γλυκειά!

Νβρμάνα κι’ δελφς καὶ ἀγάπες παλαις
νριζώσκεθε πίσω κανζονε μχαρές.
Μ’ λα αυτλοιπν στνοτου δούλευε πολσκληρ
μνες, χρόνια, σν σκλαβιά, μς στν μαύρη ξενιτειά.

Νμπορέσκάποια μέρα νγυρίση στν πατρίδα
στπαλιά του τλημέρια καστν μάνα τν γλυκειά.
Καποτέ του δν ξεχνοσε τοΘεοτν κκλησιά,
ποὺ ἦταν παρηγοριά του π’ τχρόνια τπαλιά.

Γιατπάντοτε θυμόταν τν μητέρα τν σεπτή,
ποτν εχε ναθρέψει μκαλδιαγωγή.
Τοῦ ἔλεγε: «Παιδμου πάντα που βρίσκεσαι καπς
τν γία κκλησία μποτντν ξεχνς»!

Κι’ ατς πάντοτε τηροσε τν παλιά της συμβουλ
κι’ τρεχε κερν’ νάψκανπμιπροσευχή!
Μὰ ἕνα βράδυ κουρασμένος π’ τν κρύα μοναξιά,
γύριζε στκαφενεα μήπως βρεμισυντροφιά.

ταν μιὰ ἀρχκακιξέχασε τν κκλησιά!
Γιαττώρα ξενυχτοσε λη νύχτα στχαρτιά!
Πρε να μονοπάτι ποεναι τόσο λισθηρό,
ποξεχνιέσαι π’ νθρώπους κι’ π’ τν διο τν Θεό!

Μγιτν καλή του τύχη συναντήθηκε μιμέρα
μμιὰ ὄμορφη κοπέλα, πέρα κεστν κκλησιά.
Τν γάπησε μέσως! Tν κύταξε στμάτια,
μτχέρι στν καρδιτς ζήτησε παντρειά!

                                                                               
τσι ταν τυχερπαντρευτήκανε μιμέρα,
κάνανε καδυπαιδιγύρισε στν κκλησιά.
Καμμάτια βουρκωμένα επε μπρς στν Παναγιά:
«Παναγισυγχώρησέ με χω σφάλματα πολλά.

Μιβοήθεια ζητάω, δσε μου καρδικουράγιο
ν’ ναθρέψω τπαιδιά μου σ’ ατὴ ἐδτν ξενιτειά.
Καμαζμτν κυρά μου νγυρίσουμε μιμέρα
στν πατρίδα την παλιστν μανούλα τν γλυκειά».

Κι’ τσι ματτν πόθο χαραγμένο στν καρδι
νύχτες μέρες, μνες, χρόνια, δούλευε πάντα σκληρά.
Κι’ λο εχε τν λπίδα φωλιασμένη στν ψυχή,
πίσω πάλι νγυρίσστν πατρίδα τν χρυσή.

Δν τεχε μως σκεφτεῖ ὅταν κανε παιδιά,
πόσο δύσκολο θὰ ἦταν νγυρίσστπαλιά.
καλκυρά του πάντα, σο κι’ ν τν γαποσε,
τομιλοσε λογικμέσα π’ τσωθικά.

«Πς μπορες νπάρης νδρα, τπαιδιά πίσω κε;
Εναι πρόβλημα μεγάλο δν τθέλει λογική.
δικιά τους πατρίδα εναι τώρα ἡ Ἀμερική,
δῶ ἔχουν τσχολειό τους κατν βίο τν δικό τους.

δῶ ἔχουν τδικά τους κατοκόσμου τκαλά.
Ποῦ ἀλλομπορον νβρονε τέτοια σάξια γαθά»;
τσι διχοτομημένος καμθλίψη στν καρδιά,
στν καϋμένη του τν μάνα γραφε λόγια πικρά.

«Μάνα δν μπορνὰ ἔλθω στν πατρίδα τώρα δά.
σο κι’ ν σνοσταλγῶ ἔχω δμικρπαιδιά».
Kικείνη παντοσε μμορφα λόγια γλυκ
μὲ ἀγάπη στν καρδιά, πάντοτε μως λογικά.

«τσι ταν γραφτπαιδί μου νσπάρη ξενιτειά,
μέσα π’ τν γκαλιά μου κανζομε χωριστά.
Κοίτα τώρα τπαιδιά σου κι’ αττν καλκυρά σου
κι’ σως Θες τφέρει κάποτε ενοϊκά.

Τότε λα, στω γιλίγο, νδωθομε μιφορ
πρν τμάτια μου τκλείσω μτν πόνο στν καρδιά!»
τσι κύλαγαν τχρόνια στν πλανεύτρα ξενιτει
σπου κάποτε μιμέρα το’πε καλκυρά:

«Εναι δύσκολο πολὺ ὅλοι μας νπμε κε,
πήγαινε μ’ να παιδντς πάρς τν ευχή!»
Κι’ ἔτσι γύρισε δόλιος πχρόνια πιπολλά,
κάπου κεδεκαεπτά, στν πατρίδα τν παλιά.

Γινὰ ἐπισκευθτν μητέρα τν καλή,
π’ γαποσε μστοργκανοστάλγαγε νδ.
ταν πλέον μιγριούλα εχε γίνει καγιαγι
κι’ π’ τς δυό του αδελφάδες πο’χαν κάνει πιπαιδιά

Πέρναγαν τς πισκέψεις μὲ ἀγάπη καχαρές,
μ’ ξαδέλφια καμθείους μτν μάνα κι’ δελφές.
Μὰ ὁ νος του ταν τώρα στν καλή του τν κυρά,
καστὸ ἄλλο του παιδπο’ χε μείνει στν μερική.

Γύρισαν λοιπν ξανκεστν πλάνα ξενιτειά,
ποὺ ἦταν μως πατρίδα καστδυό του τπαιδιά.
τσι πέρασαν τχρόνια κι’ ρθαν στμαλλιτχιόνια,
μεταξσδυπατρίδες, μικοντκι’ λλη μακρυά!

Καμιμέρα τν φωνάζουν, μητέρα σθενε
καφοβται θπεθάνκαδν θσξαναδ.
Τρέχει μπαίνει στ’ εροπλάνο στν πατρίδα γινρθ,
νπρολάβη καϋμένος τν μητέρα του νδ.

Πλάϊ κεστπροσκεφάλι που εναι ξαπλωμένη
τώρα τν μοιρολογεμὲ ὀδύνη στν φωνή: «Μάνα
μου χ! Τώρα σχάνω φεύγεις γιτν ορανό.
τσι ταν τγραφτό μου, χ! Ποτνσχαρ».

τσι μάνα του πεθαίνει μμαράζι στν καρδι
πο’φυγε πκοντά της τόσα χρόνια μακρυά.
Καατς ξαναγυρίζει στν μαγκούφα ξενιτει
πο’ναι μως πατρίδα καστδυό του τπαιδιά.

Πέρασαν καὶ ἄλλα χρόνια καπληθύνανε τ«χιόνια».
Τπαιδιά του παντρεμένα κάνανε κι’ ατπαιδιά.
γινε κι’ ατς παππος κι’ γυναίκα του γιαγιά.
Κι’ ζωπισυγκεντρώθη στὰ ἐγγόνια καπαιδιά.

Κι’ τσι τώρα οἱ ἐπαφς στν πατρίδα τν γλυκει
μτς δυό του δελφς γιναν πιὸ ἀραιές.
ταν κάπου κάποιο γράμμα ἤ ἕνα μικρταξείδι
Πάντοτε μχτυποκάρδι καμζάλη στκεφάλι.

Εχε τώρα καθένας οκογένεια δικιά του
μὲ ἐγγόνια καπαιδικαπροβλήματα ρκετά.
Κατχρόνια κλουθοσαν λο νκατρακυλον.
Πέφτει ρρωστος βαριπάσχει τώρα πκαρδιά.

Καχηρεύει μιὰ ἀδελφκλαίει νύχτα καπρω,
μδν εναι κεκοντά της γιντν παρηγορ.
Κιατς χάνει να γαμπρ πγαποσε σ δελφό,
λλά εναι λοι μακρυκλαίει καθένας χωριστά.

Πέρασαν ξαντχρόνια ρθε μπόρα τοχειμνα
πέταξαν τχελιδόνια, στμαλλιπλήθυναν χιόνια.
Καμιμέρα ξαφνικπέφτει ρρωστη βαριὰ ἡ κυρ
ποὺ ἀγαπ. Τοτν πέρνει Θεός,τώρα μένει μοναχός.

Τπαιδιά του πατεράδες κι’ σο κι’ ν τν γαπονε
ζωή τους τπροστάζει χωρισττώρα νζονε.
 τσι χάνει τν κυρά, πέταξαν κα τ παιδι π τν παλι φωλιά
Μένει ρμος μοναχός μ’ να γάτο συντροφιά!

Τί νκάν; Πονπά; Στν πατρίδα δν μπορε,
καρδιδν τν φήνει εναι ρρωστη πολύ.
Ἡ Ἐκκλησιτώρα τομένει τελικπαρηγορι
καστν γκαλιά της μέσα τρέχει πάντοτε γοργά.

Εν’ τκαταφύγιό του στν ζωή του τν τρελλ
γιατξέρει κεθ’ φήστν στερνή του τν πνοή!
Καὶ ἡ λίγη οκονομία πο’χε κάνει στν ζω
μὲ ἱδρτα καμκόπους οτε αττν βοηθε.

Γιατὶ ὅ,τι κανγίντ’ νειρο ποεχε πάντα
στν πατρίδα γινρθδν θπραγματοποιηθ.
Σν κι’ ατν πάρχουν τόσοι καμὲ ἀρκετλεφτ,
μποτδν θγυρίσουν στν πατρίδα τν παλιά.

Γιατὶ ὅλοι τους ριζώνουν πάντοτε μὲ ὑποχρεώσεις,
μγυναίκα μπαιδιὰ ἤ μ’ρρώστια στν καρδιά.
Κασττέλος καταλήγουν κεστν πλάνα ξενιτει
μ’ να γάτο μ’ να σκύλο μοναχή τους συντροφιά!

Καοἱ ἀποτυχημένοι πο’ναι τόσο πελπισμένοι
καγυρίζουν σν ρεμάλια στκαζίνα στχαρτιὰ,
καπερννε τν ζωή τους μς στν κρύα μοναξι
ντρέπονται πλέον νπνε στν πατρίδα τν φτωχειά.

Μήπως τος κατηγορήσουν ποδν χουνε λεφτ
κι’ τσι τκορμί τους λυώνει μς στν μαύρη ξενιτειά!
τσι γίνεται συνήθως κι’ κεπάντα καταλήγει
ζωτομετανάστη νριζώνμακρυά.

Ετε πιτυχημένοι ετε ποτυχημένοι,
Εἴτε πλούσιοι μεγάλοι ετε τοΘεοφτωχοὶ,
λους μας μς καταπίνει δολερμαπονι
τμεγάλο χωνευτρι ποτλένε ξενιτειά.

Καὶ ὁ πόθος στν πατρίδα νγυρίσουμε ξαν
μένει μόνο παραμύθι στν φτωχή μας τν καρδιά.
σπου κλείνουμε τμάτια καξεχνινται λα ατά,
κι’ τσι μπαίνει μιτελεία στς ζως μας τγραφτά!

(Σημείωσις

Πιθανς τπαρν ποίημα, «Ἡ Ἱστορία τοΜετανάστη» νμν χει μεγάλη πήχησιν στν παροσα γενελόγτς σημερινς παγκοσμοποιήσεως. Εμαι βέβαιος μως τι ντανακλᾶ ὅλα τασθήματα τν παλαιοτέρων, τότε ποὺ ἡ μετανάστευσις ταν να δυνηρν καδραματικν γεγονός. λλωστε αττποίημα εναι γραμμένο σλεύθερο μέτρο χωρίς νὰ ἀποβλέπει σλογοτεχνικὴ ἐπαξίωση. Θέλει μόνον νὰ ἐκφράσμὲ ἁπλότητα καί πκαρδις, τς διακυμάνσεις τς ζως στν ξενιτειποοπερισσότερες εναι κοινς μεταξὺ ὅλων τν ξενητεμένων ποτπεπρωμένον τους, τος προίκησε με δυπατρίδες!)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου